ὁ,= ἵππος ἄγριος,
A wild horse, Opp.C.3.252.
[Seite 1257] ὁ, das wilde Pferd, Opp. Cyn. 3, 252.
ἵππαγρος: ὁ, = ἵππος ἄγριος, Ὀππ. Κυν. 3. 252.