Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
A v. πτερυγόω.
πτερῠγόομαι: παθητ., πέτομαι, «πετῶ», πεδὰ ματέρα πεπτερύγωμαι (Αἰολ. ἀντὶ ἐπτερ-), Σαπφὼ 41, πρβλ. πτοέω ἐν τέλει.