πτερυγόομαι

Revision as of 11:10, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_20)

English (LSJ)

   A v. πτερυγόω.

Greek (Liddell-Scott)

πτερῠγόομαι: παθητ., πέτομαι, «πετῶ», πεδὰ ματέρα πεπτερύγωμαι (Αἰολ. ἀντὶ ἐπτερ-), Σαπφὼ 41, πρβλ. πτοέω ἐν τέλει.