γερόντιον
English (LSJ)
τό, Dim. of γέρων,
A little old man, Hp.Ep.13, Ar.Ach.993, X.An.6.3.22, Theoc.4.58, Luc.Bacch.3. II the Carthaginian Senate, Plb.6.51.2 (v.l. γεροντικόν).
German (Pape)
[Seite 486] τό, dim. von γέρων, altes Männchen, Ar. Ach. 947; Equ. 42; Eubul. Ath. XV, 685 e u. A.
Greek (Liddell-Scott)
γερόντιον: τό, ὑποκορ. τοῦ γέρων, «γεροντάκι» ἢ «γεροντάκος», μικρὸς γέρων, Ἀριστοφ. Ἀχ. 993, Ξεν. Ἀν. 6. 3, 22. ΙΙ. τῶν Καρχηδονίων ἡ γερουσία, Πολύβ. 6. 51, 2, μετὰ καὶ ἄλλης πιθανωτ. γραφῆς γεροντικόν.