γερουσία
μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides
English (LSJ)
ἡ,
A Council of Elders, senate, E.Rh.401: esp. at Sparta, D.20.107, Arist.Pol.1270b24, IG5(2).345.10 (Orchom. Arc., ii/i B. C.); cf. γερωΐα and γεροντία; also of the Carthaginian Senate, Arist.Pol.1272b37; and the Roman, Plu.2.789e, Jul.Or.2.97b; of the Jewish Sanhedrin, Act.Ap.5.21, cf. LXX Ex.3.16.
2 sacred college, ἱερὰ γερουσία IG3.702 (Eleusis), cf. 7.2808 (Hyettus, iii B. C.), etc.
II = πρεσβεία, E.Rh.936.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): lacon. γερωχία Ar.Lys.980; γεροντία X.Lac.10.1, Nic.Dam.103z; γεροντεία IEphesos 1558 (I/II d.C.); lacon. y cret. γερωνία Hsch.
I gener.
1 consejo de ancianos, senado γ. Φρυγῶν E.Rh.401, MAMA 1.416.4 (Orcisto II d.C.), esp. en Esparta D.20.107, X.Lac.l.c., Ar.Lys.l.c., Arist.Pol.1270b24, Nic.Dam.Fr.l.c., IG 5(2).345.10 (Orcómeno II/I a.C.), Paus.2.9.1, en Cartago, Arist.Pol.1272b37, en Roma, Plu.2.789e, Iul.Or.3.97b, de los senados o consejos locales τὸ συνέδριον τῆς γερουσίας TAM 3.3A.3 (II d.C.), cf. IEphesos 27.167, 206, 232 (II d.C.), 957.22 (II/III d.C.).
2 consejo de los judíos, sanedrín γ. τῶν υἱῶν Ἰσραήλ LXX Ex.3.16, cf. Io.23.2, Le.9.1, Iu.4.8, 11.14, 1Ma.12.6, de los judíos de Alejandría, Ph.2.527, de cada una de las comunidades judías de Roma CIIud.533.7 (Italia II d.C.).
3 senado, colegio sagrado ἱερὰ γ. IG 22.3658.2 (Eleusis II/III d.C.), 7.2808.1 (Hieto III d.C.)
•crist. colegio sacerdotal ἱερατικὴ γ. Anon.Mirac.Thecl.41.27, Gel.Cyz.HE 2.22.21.
II embajada αἱ μυρίαι γερουσίαι ἔπεισαν ἐλθεῖν E.Rh.936.
• Diccionario Micénico: ke-ro-si-ja.
German (Pape)
[Seite 486] ἡ, 1) Ratsversammlung der Alten (γέροντες), Senat, Φρυγῶν Eur. Rhes. 401; bes. der Spartaner, Dem. Lept. 107; der Achäer Pol. 38, 5; der Carthager 1, 21, 6. – 2) = πρεσβεία, Gesandtschaft, Eur. Rhes. 936.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
assemblée des anciens ou sénat à Sparte, à Rome;
NT: Sanhédrin.
Étymologie: att. pour γεροντία.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γερουσία -ας, ἡ γέρων raad van ouden, senaat (in Rome).
Russian (Dvoretsky)
γερουσία: ἡ
1 (в Спарте), герусия, совет старейшин, Dem., Arst., Plut.;
2 совет старейшин, верховный совет (во Фригии Eur., в Карфагене Arst.);
3 (в Риме), сенат Plut.;
4 посольство (πρεσβεύματα καὶ γερουσίαι Eur.).
Middle Liddell
γέρων
I. a Council of Elders, Senate, Eur.
II. = πρεσβεία, Eur.
English (Strong)
from γέρων; the eldership, i.e. (collectively) the Jewish Sanhedrin: senate.
English (Thayer)
γερουσίας, ἡ (adjective γερούσιος, belonging to old men, γέρων), a senate, council of elders; used in secular authors of the chief council of nations and cities (ἐν ταῖς πόλεσι αἱ γερουσιαι, Xenophon, mem. 4,4, 16; in the O. T. of the chief council not only of the whole people of Israel, τό συνέδριον is added καί πᾶσαν τήν γερουσίαν τῶν υἱῶν Ἰσραήλ and indeed (καί explicative) all the senate, to signify the full Sanhedrin. Cf. Schürer, Die Gemeindeverfassung d. Juden in Rom in d. Kaiserzeit nach d. Inschriften dargestellt. Leips. 1879, p. 18f; Hatch, Bamp. Lects. for 1880, p. 64f.)
Greek Monolingual
η (AM γερουσία)
συμβούλιο γερόντων ως πολιτικό σώμα
νεοελλ.
1. ονομασία της Βουλής κατά την περίοδο της Επανάστασης του 1821
2. η «άνω Βουλή» ή «δευτέρα Βουλή», που προβλέπεται από το Σύνταγμα ορισμένων κρατών
3. (ειρων. περιληπτ.) γέροι που πολιτικολογούν ομαδικά, σε καφενεία ή άλλους χώρους συναθροίσεων ή ομάδα ηλικιωμένων με αναχρονιστικές ιδέες
αρχ.
1. η γερουσία της Σπάρτης, οι Γέροντες
2. η Γερουσία τών Καρχηδονίων
3. η Ρωμαϊκή Σύγκλητος
4. το Συνέδριο τών Ιουδαίων γερόντων
5. πρεσβεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθ. γερούσιος (< γερόντιος), με περιληπτική έννοια].
Greek Monotonic
γερουσία: ἡ (γέρων),
I. το συμβούλιο των γερόντων, η σύγκλητος, σε Ευρ.
II. = πρεσβεία, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
γερουσία: ἡ, συνέδριον τῶν γερόντων, Εὐρ. Ρήσ. 401· ἰδίως ἐν Σπάρτῃ, ἔνθα τὸ σωματεῖον τοῦτο ἦτο μικρότερον καὶ ἀριστοκρατικώτερον τῆς βουλῆς, Δημ. 489. 19, Ἀριστ. Πολ. 2. 9, 22 (εἶναι δὲ τὰ Λακων. ὀνόματα γερωΐα καὶ γεροντία, ἅπερ ἴδε)·-ἦτο δὲ χαρακτηριστικὸν τῶν Δωρικῶν πολιτειῶν ἡ ἱερὰ γερουσία ἢ -ωσία Keil Inscrr. σ.92, Müller Δωρ. 3. 6· πρβλ. γέρων·-ὡσαύτως τῶν Καρχηδονίων ἡ γερουσία, Ἀριστ. Πολ. 9. 11, 3· καὶ ἡ Ρωμαϊκὴ σύγκλητος, Πλούτ. 2. 789F. ΙΙ. =πρεσβεία, Εὐρ. Ρήσ. 936.
Chinese
原文音譯:gerous⋯a 給魯西阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:元老 相當於: (זָקֵן)
字義溯源:長老,長老會議,元老院;源自(γέρων)*=年老的)。這字原指猶太人的參議會,後來就指長老會議,如( 徒5:21)所記的
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 長老(1) 徒5:21
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=συνέδριο τῶν γερόντων, ἰδίως στή Σπάρτη). Ἀπό τό γέρων. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα γηράσκω.
Translations
senate
Afrikaans: senaat; Albanian: senat; Arabic: مَجْلِس الشُّيُوخ; Armenian: սենատ; Azerbaijani: senat; Basque: senatu; Belarusian: сенат; Bulgarian: сенат; Burmese: အထက်လွှတ်တော်, ဆီနိတ်; Catalan: senat; Chinese Mandarin: 參議院/参议院; Czech: senát; Danish: senat; Dutch: senaat; Esperanto: senato; Estonian: senat; Finnish: senaatti; French: sénat; Georgian: სენატი; German: Senat; Greek: γερουσία; Ancient Greek: βόλλα, βουλευτήριον, βουλή, βωλά, γεροντία, γερουσία, γερωΐα, γερωνία, γερωχία, συνέδριον; Haitian Creole: sena; Hebrew: סֶנָאט; Hindi: सीनेट; Hungarian: szenátus; Icelandic: öldungadeild; Indonesian: senat; Interlingua: senato; Irish: seanad; Italian: senato; Japanese: 上院, 元老院; Kazakh: сенат; Khmer: ព្រឹទ្ធសភា; Korean: 상원(上院), 원로원(元老院); Kyrgyz: сенат; Lao: ວຸດທິສະພາ; Latin: senatus; Latvian: senāts; Lithuanian: senatas; Macedonian: сенат; Malay: senat; Mongolian Cyrillic: сенат; Mongolian: ᠰᠧᠨᠠᠲ᠋; Norwegian Bokmål: senat; Persian: سنا; Polish: senat; Portuguese: senado; Russian: сенат; Serbo-Croatian Cyrillic: сѐна̄т; Roman: sènāt; Slovak: senát; Slovene: senat; Sotho: senate; Spanish: senado; Swahili: seneti; Swedish: senat; Tajik: сенат; Thai: วุฒิสภา; Turkish: senato; Turkmen: senat; Ukrainian: сенат; Urdu: سینیٹ; Uzbek: senat; Vietnamese: thượng nghị viện; Welsh: senedd; Yiddish: סענאַט