σειρηφόρος

Revision as of 11:10, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_17)

English (LSJ)

ον, Ion. for σειραφόρος.

German (Pape)

[Seite 868] ion. = σειραφόρος.

Greek (Liddell-Scott)

σειρηφόρος: -ον, Ἰων. ἀντί σειραφόρος.