Adv.
A in the way, Procop. Gaz.Ep.127, Alex. Trall.2.
[Seite 515] wie ἐμποδών, im Wege, hinderlich, nur Sp.
παρεμποδών: Ἐπίρρ., ὡς τὸ ἐμποδών, «ἐμπόδιον», Ἀλέξ. Τραλλ. 2. 157.