ἐμποδών
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
English (LSJ)
Adv. perhaps formed by anal. to ἐκποδών:—
A before the feet, in the way, in one's path, κτείνειν πάντα τὸν ἐ. γενόμενον every one that came in the way, Hdt.1.80; πᾶν ἔθνος τὸ ἐ. Id.2.102; τοὺς αἰεὶ ἐ. γινομένους Id.4.118, cf.7.108; τὸ μὴ ἐ. those who are absent, Th. 2.45; μή που λαθών τις ἐ. (sc. γενόμενος) Ar.V.247.
2 in one's way, i.e. presenting an hindrance, ὁ θεὸς.. [οἱ] ἐ. ἕστηκε Hdt.6.82; ὥς σφι τὸ ἐ. ἐγεγόνεε καθαρόν when all impediments had been cleared away, Id.7.183; τί τοὐμπ.; Ar.Lys.1161; οὐδὲν ἐ. (ἐστι) A.Pr.13; ἐ. ἔστη δορί Id.Th.1021; παρεῖναι S.OT445; οὐδεὶς ἐ. κεῖται νόμος E. Ion1047; καθῆσθαι Ar.Pax473; σὺ δ' ἡμῖν μηδὲν ἐ. γένῃ E.Hec.372; ἐ. τινι φῦναι Id.Or.605: c. inf., ἐ. εἶναι τῷ ποιεῖν X.HG2.3.23; ἐ. γενέσθαι, εἶναί τινι μὴ πράττειν, prevent a person's doing, Ar.Pax315, Th.6.28, etc.; τί ἐ. μοι μὴ οὐ..; what prevents my doing? X.Eq.11.13, cf. An.3.1.13; so ἐ. τὸ μὴ εἶναι ib.4.8.14; ἐ. γίγνεσθαι τοῦ μὴ ὁρᾶν Id.Cyr.2.4.23; ἐ. εἰ = ναι ἀλλήλοις τινός to hinder each other from a thing, ib.8.5.24, cf.Plu.Them.4, etc.; λόγων τίς ἐ.ὅδ' ἔρχεται; E.Supp. 395; ποιεῖσθαι ἐ. τι to regard it as a hindrance, suffer it to hinder, Lys.13.88, X.Cyr.4.2.46, D.21.104.
3 in one's way, before one's eyes, manifest, πόθεν ἄρξομαι, ἐ. ἁπάντων ὄντων; And.4.10; Χαρίτων ἱερὸν ἐ. ποιοῦνται Arist.EN1133a3; ἃ δ' ἐ. μάλιστα ταῦθ' ἥκω φράσων E.Ph.706; ἡ ἐ. παιδεία everyday education, Arist.Pol.1337a39; πολλοῖς ἐ. εἶναι καὶ γνωρίζεσθαι Plb.2.17.1.
4 of time, immediately, Polem.Hist.83.
Spanish (DGE)
adv.
I 1delante, a la mano, a la vista gener. trad. como adj. ἃ δ' ἐ. μάλιστα, ταῦθ' ἥκω φράσων lo más inmediato, eso vengo a contarte E.Ph.706, ἐ. ἁπάντων ὄντων (τῶν ἁμαρτημάτων) And.4.10, ἐ. ... ἑκάστῳ δήπου συνορᾶν es obvio para cualquiera entender Polystr.Contempt.24.8
•ahí mismo παραβάτης γενομένος τῶν θεῶν ἐ. τελευτᾷ Polem.Hist.83.
2 frec. uso adnom. al paso, en el camino, en lugar de paso κτείνειν πάντα τὸν ἐ. γινόμενον matar a todo el que encontraran Hdt.1.80, cf. 2.102, 4.118, 7.108, Antipho Fr.3, Plu.Fab.12, μή που λίθος τις ἐ. ἡμᾶς κακόν τι δράσῃ no sea que alguna piedra, al paso, nos haga algún mal Ar.V.247, τοὺς ἐ. ἄθλους ἀποδιδράσκειν rehuir los enfrentamientos que le salían al paso Plu.Thes.7, πᾶν ὅ τι ἂν ἐ. εὕρῃ σιτίον Ach.Tat.4.4.5, διὸ καὶ Χαρίτων ἱερὸν ἐ. ποιοῦνται por eso hacen un templo a las Gracias en un lugar de paso, e.d., público Arist.EN 1133a3, c. dat. διὰ τὸ πολλοῖς ἐ. εἶναι Plb.2.17.1
•fig. ἡ ἐ. παιδεία la educación corriente, e.d., habitual Arist.Pol.1337a39.
II sent. neg.
1 a modo de obstáculo, como estorbo frec. pred. y c. rég.:
a) c. dat. εἰ μὴ θεῶν τις ἐ. ἔστη δορὶ τῷ τοῦδ' A.Th.1016, εἴτε οἱ ὁ θεὸς ... ἐ. ἕστηκε Hdt.6.82, cf. Th.1.53, Plb.4.82.3, πολλὰ ... ἐ. αὐτῷ (τῷ αἵματι) κωλύματα καὶ ἐμφράγματα Hp.Flat.8, σὺ δ' ἡμῖν μηδὲν ἐ. γένῃ λέγουσα E.Hec.372, μὴ ... ἐ. ἡμῖν γένηται τὴν θεὸν μὴ' ξελκύσαι Ar.Pax 315, cf. Th.6.28, X.An.3.1.13, Eq.11.13, ἐ. ... αὐτὸν εἶναι τῷ ποιεῖν ὅ τι βούλοιντο X.HG 2.3.23, cf. Pl.Cra.415c, D.19.73, 21.104, τοῦτο δὴ ἐ. ἦν μοι Men.Dysc.722, cf. 253, οὔτε αἰδὼς ἐ. ἵσταται τῇ θεραπείᾳ Fauorin.de Ex.15.27;
b) c. gen. λόγων τίς ἐ. ὅδ' ἔρχεται; ¿quién es éste que llega obstaculizando mi discurso? E.Supp.395, cf. Is.11.27, ἀεὶ γυναῖκες ἐ. ταῖς συμφοραῖς ἔφυσαν ἀνδρῶν E.Or.605, ἂν ἐ. γίγνοιντο τοῦ μὴ ὁρᾶν αὐτοὺς τὸ ὅλον στράτευμα impedirían que ellos vieran al conjunto del ejército X.Cyr.2.4.23, cf. Isoc.12.80, τί ... ἐ. τοῦ καὶ εἰς μακρὰν λήγειν καὶ εἰς βραχεῖαν; A.D.Adu.150.23, cf. Plu.Marc.25, οὐδὲν ἐ. ἐποιοῦντο τῆς σπουδῆς no pusieron freno a su empeño Plu.Cam.18, cf. Mar.39;
c) c. dat. y gen. ἐ. μοι θανασίμων βουλευμάτων Θησεύς Teseo obstaculiza mis designios de muerte E.HF 1153, ἐ. ἀλλήλοις πολλῶν ... ἔσεσθε X.Cyr.8.5.24, cf. Plu.Them.4, Cleom.1.1.51;
d) c. constr. prep. μηδέποτε ἐ. ἐν τῷ πρόσθεν εἶναι Πρωταγόρου nunca había ninguno (del grupo de seguidores) que obstaculizara el paso poniéndose delante de Protágoras Pl.Prt.315b, cf. I.AI 3.128, πρὸς ἃ ἔπραττε D.C.102.1;
e) c. or. complet. οὐδὲν γὰρ ἐ., εἴ τις ἐθέλοι ... Hp.Fract.30, εἰ δ' ἐμοὶ τὸ ξένῳ εἶναι οὐ γίγνεται πρὸς τὸν ἔρωτα ἐ. Philostr.Ep.28, τὸ γῆρας ... ἐ. ἦν αὐτῷ θεραπεύειν τὸν θεόν la edad le impedía oficiar el culto a Dios I.AI 1.267, cf. Paus.1.33.2;
f) abs. κοὐδὲν ἐ. ἔτι A.Pr.13, ὡς παρὼν σύ γ' ἐ. ὀχλεῖς pues tu presencia es un estorbo y una carga S.OT 445, ἀδικεῖς ἐ. καθήμενος Ar.Pax 473, cf. Pherecr.22, οὐδεὶς ἐ. κεῖται νόμος E.Io 1047, cf. Pl.Cri.51d, οὐ γὰρ ἐ. ἵσταμαι pues yo no me opongo Hp.Prorrh.2.3, κακὸν δὲ ποῖον ἐ. ... εἶργε τοῦτ' ἐξειδέναι; ¿qué mal obstaculizó el averiguar eso? S.OT 128, ἐ. ... ὅρκους ... ποιεῖται alega como objeción los juramentos Lys.13.88.
2 subst. τὸ ἐ. impedimento, obstáculo ὥς σφι τὸ ἐ. ἐγεγόνεε καθαρόν una vez que el obstáculo había sido eliminado Hdt.7.183, τὸ μὴ ἐ. Th.2.45, τί τοὐμποδών; ¿cuál es el obstáculo? Ar.Lys.1161, cf. Ec.858, Men.Sam.624, Thphr.Sens.47, A.D.Pron.46.27, τὴν διώρυχα χῶσαι, ἥτις ἦν ἐ. Ach.Tat.3.15.1, cf. PWisc.34.23 (II d.C.), SB 11648.2.5 (III d.C.).
German (Pape)
[Seite 815] (ἐν ποσὶ ὤν), vor den Füßen; – 1) im Wege, hinderlich, hemmend; εἰ μὴ θεῶν τις ἐμπ. ἔστη δορὶ τῷ τοῦδε Aesch. Spt. 1007; vgl. Thuc. 1, 53; τῷ ποιεῖν Xen. Hell. 2, 3, 23; οὔτε θεοὺς οὔθ' ὁσίαν ἐποιήσατ' ἐμπ. τοιούτῳ λόγῳ, er ließ sich nicht durch Rücksicht auf die Götter von solcher Rede abhalten, Dem. 21, 104; vgl. Xen. Cyr. 4, 2, 46; κακὸν δὲ ποῖον ἐμπ. εἶργε τοῦτ' ἐξειδέναι, was hinderte es zu erfahren, Soph. O. R. 128; Eur. oft, σὺ δ' ἡμῖν μηδὲν ἐμπ. γένῃ λέγουσα μηδὲ δρῶσα, werde nicht durch Wort oder Tat uns hinderlich, Hec. 372; μὴ ἐμπ. ἡμῖν γένηται τὴν θεὸν μὴ 'ξελκύσαι Ar. Paz 515, hindern, herauszuziehen; so mit μή u. int., Thuc. 6, 28; ὅ τι ἂν ἐμποδὼν ᾖ τοῦ ἰέναι καὶ πορεύεσθαι Plat. Crat. 415 c; τί ἐμποδὼν μὴ οὐχὶ – ἀποθανεῖν Xen. An. 3, 1, 13; τὸ μὴ εἶναι 4, 8, 14; τοῦ μὴ ὁρᾶν, am Sehen, Cyr. 2, 4, 23; auch sonst mit dem gen., ὅτι πολλῶν καὶ ἀγαθῶν ἐμπ. ἀλλήλοις ἔσεσθε 8, 5, 24; τοῖς Ἕλλησι τῆς διώξεως Plut. Them. 4; τὸ ἐμποδών, das Hindernis, Ar. Th. 847 Lys. 1161; ὥς σφι τὸ ἐμπ. ἐγεγόνεε καθαρόν, da das Hindernis beseitigt war, Her. 7, 183. – 2) der Einem in den Wurf kommt, begegnet, Her. 2, 102. 3, 147 u. A. – 3) was vorliegt, gegenwärtig ist; ἃ δ' ἐμποδὼν μάλιστα, ταῦθ' ἥκω φράσων Eur. Phoen. 706; οἱ ἐμπ. ἆθλοι Plut. Thes. 7; daher = bekannt, Andoc. 4, 10; διὰ τὸ πολλοῖς ἐμπ. εἶναι καὶ γνωρίζεσθαι Pol. 2, 17, 1; a. Sp. Auch von der Zeit, sofort, Polemo bei Macrob. Sat. 5, 19.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 dans les pieds, càd de manière à entraver ou à faire obstacle : ἐμποδών τινι ἵστασθαι ou στῆναι, γίγνεσθαι ou γενέσθαι, παρεῖναι être un obstacle pour qqn ou qch ; ἐμποδὼν εἶναί τινί τινος XÉN empêcher qqn de faire qch ; ποιεῖσθαι ἐμποδών τι XÉN regarder comme un obstacle ; ἐμποδὼν εἶναι τῷ ποιεῖν XÉN être un obstacle pour faire ; ἐμποδὼν εἶναί ou γίγνεσθαί τινι μὴ πράττειν ou μὴ οὐ ποιεῖν XÉN être ou devenir un obstacle qui empêche qqn de faire ; ἐμποδὼν γίγνεσθαι τὸ μὴ εἶναι XÉN ou τοῦ μὴ ὁρᾶν XÉN empêcher d'être, de voir ; τὸ ἐμποδών HDT obstacle, empêchement;
2 devant les pieds, càd à portée ; ὁ ἐμποδών qui se présente, le premier venu.
Étymologie: ἐν, ποδῶν, le gén. par anal. avec ἐκποδών.
Russian (Dvoretsky)
ἐμποδών:
I πούς adv.
1 на пути, т. е. в качестве помехи: τινὶ ἐ. ἵστασθαι (или στῆναι) Aesch., Thuc., παρεῖναι Soph., γίγνεσθαι (или γενέσθαι) Her., Eur., κεῖσθαι Eur. и εἶναι Xen. быть помехой, мешать кому(чему)-л.; ἐ. ποιεῖσθαί τί τινι Dem. считать что-л. препятствием к чему-л.; ἐ. τινι εἶναι или γενέσθαι (τοῦ) μὴ πράττειν или μὴ οὐ ποιεῖν τι Thuc., Arph., Xen. (по)мешать кому-л. сделать что-л.;
2 навстречу, в или на пути (πᾶν ἔθνος τὸ ἐ. Her.): ἔκτεινον πάντα τὸν ἐ. γινόμενον Her. (персы) убивали всех, кто им попадался;
3 в наличии, непосредственно: ἃ δ᾽ ἐ. μάλιστα Eur. совершенно неотложные дела, насущные вопросы; ἐ. τι ποιεῖσθαι Arst. делать что-л. общедоступным;
4 повседневно, обычно: τὰ μὴ λίαν ἐ. Arst. вещи, не слишком обыденные; ἡ ἐ. παιδεία Arst. обычное воспитание; πολλοῖς ἐ. εἶναι καὶ γνωρίζεσθαι Polyb. быть широко известным.
II τό Her., Arst., Plut.; in crasi τοὐμποδών Arph. = ἐμποδίζον.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμποδών: ἐπίρρ. = ἐν ποσὶν ὤν, ἀλλὰ σχηματισθὲν κατ’ ἀναλογίας πρὸς τὸ ἐκποδών· πρὸ τῶν ποδῶν, μέσα εἰς τὰ πόδια, κτείνειν πάντα τὸν ἐμποδὼν γενόμενον, πάντα τὸν γενόμενον ἐμπόδιον, Ἡρόδ. 1. 80· πᾶν ἔθνος τὸ ἐμπ. 2. 102· τοὺς ἀεὶ ἐμπ. γινομένους 4. 118, πρβλ. 7. 108· τὸ μὴ ἐμποδὼν = τῷ μηδενὶ ἐναντίον, Θουκ. 2. 45· μή που λαθών τις ἐμπ. (ἐνν. γενόμενος) Ἀριστοφ. Σφ. 247. 2) ὁ παρέχων ἐμπόδιον, ὁ θεὸς... οἱ ἐμπ. ἕστηκε Ἡρόδ. 6. 82· ὥς σφι τὸ ἐμποδών ἐγεγόνει καθαρόν, ὅτε πάντα τὰ ἐμπόδια ἤρθησαν, ὁ αὐτ. 7. 183· οὐδὲν ἐμποδών ἐστι Αἰσχύλ. Πέρσ. 13· ἐμπ. στῆναί τινι ὁ αὐτ. Θήβ. 1016· παρεῖναι Σοφ. Ο. Τ. 446· κεῖσθαι Εὐρ. Ἴων 1047· καθῆσθαι Ἀριστοφ. Εἰρ. 473· ἐμποδών τινι γίγνεσθαι, γίνεσθαί τινι ἐμπόδιον, Εὐρ. Ἑκ. 372· ἐμπ. τινι φῦναι ὁ αὐτ. Ὀρ. 605: - μετ’ ἀπαρ., ἐμπ. εἶναι τῷ ποιεῖν Ξεν. Ἑλλην. 2. 3, 23· ἐμπ. εἶναι ἢ γίγνεσθαί τινι Ἀριστοφ. Εἰρ. 315, Θουκ. 6. 28, κτλ.: τί ἔτι ἐμπ. τούτῳ μὴ οὐχὶ... ποιεῖν, τί τὸν ἐμποδίζει νὰ κάμῃ, Ξεν. Ἱππ. 11. 13, πρβλ. Ἀν. 3. 1, 13· οὕτως, ἐμποδὼν τὸ μὴ εἶναι αὐτόθι 4. 8, 4· ἐμποδὼν γίγνεσθαι τοῦ μὴ ὁρᾶν ὁ αὐτ. Κύρ. 3. 4, 23· ἐμπ. εἶναί τινί τινος, ἐμποδίζειν τινὰ ἀπό τινος, αὐτόθι 8. 5, 24, κτλ.· λόγων τις ἐμπ. ὅδ’ ἔρχεται Εὐρ. Ἱκ. 395· ποιεῖσθαι ἐμπ. τι, θεωρεῖν τι ὡς ἐμπόδιον, Ξεν. Κύρ. 4. 2, 46, Δημ. 5, 48, 22, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 5, 7: - τὸ ἐμποδών, τὸ ἐμπόδιον, τὸ κώλυμα, Ἡρόδ. 7. 183· τί τοὐμποδών; Ἀριστοφ. Λυσ. 1161. 3) παρὰ πόδας, πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν, ἐμφανής, κατάδηλος, πόθεν ἄρξομαι, ἐμποδὼν ἁπάντων ὄντων; Ἀνδοκ. 30. 16· χαρίτων ἱερὸν ἐμπ. ποιοῦνται, κτίζουσιν αὐτὸ εἰς μέρος περαστικόν, οὐχὶ εἰς ἀπόκεντρον μέρος, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 5, 7· καὶ (μετά τινος ἐννοίας ἐχθρότητος), ἃ δ’ ἐμποδὼν μάλιστα ταῦθ’ ἥκω φράσσων, τὰ παρὰ πόδας, τὰ οὐχὶ μακράν, Εὐρ. Φοίν. 706· ἡ ἐμπ. παιδεία, ἡ συνήθης, ἡ καθημερινή, Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 2, 2· ἐμποδὼν εἶναι καὶ γνωρίζεσθαι Πολύβ. 2. 17, 1. 4) ἐπὶ χρόνου, εὐθύς, πάραυτα, Πολέμων παρὰ Μακροβ. 5. 19.
Greek Monolingual
(Α ἐμποδών)
(επίρρ. κατ' αναλογ. προς το ἐκποδών)
1. μέσα στα πόδια, μπρος στα πόδια («κτείνειν πάντα τὸν ἐμποδὼν γινόμενον», Ηρόδ.)
2. ως εμπόδιο, με τρόπο που να δημιουργεί ή να παρουσιάζει εμπόδια («οὐδεὶς ἐμποδών κεῖται νόμος», Ευριπ.)
3. με τρόπο οφθαλμοφανή, εμφανή, φανερό («Χαρίτων Ιερόν ἐμποδὼν ποιοῦνται», Αριστ.)
4. (για χρόνο) αμέσως («παραβάτης δὲ γενόμενος τῶν θεῶν ἐμποδὼν τελευτᾷ», Πολέμ.)
5. φρ. α) «ποιοῦμαι ἐμποδών» — θεωρώ ως εμπόδιο
β) «ἐμποδὼν εἰμὶ τινί τινος» — εμποδίζω κάποιον από κάτι
γ) «ή ἐμποδὼν παιδεία» — η συνηθισμένη, η καθημερινή, η πρόχειρη, η επιπόλαια παιδεία
6. «οἱ μὴ ἐμποδών» — οι απόντες
7. (ενάρθρ. ως ουσ.) το ἐμποδών
το εμπόδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. εμποδών ερμηνεύτηκε είτε ως αναλογικός σχηματισμός κατά το αντίθετο του εκποδών είτε από τη φράση εν ποδών αρχαία χρήση της τοπικής γενικής].
Greek Monotonic
ἐμποδών: επίρρ., = ἐν ποσὶν ὤν, σχημ. κατά αναλογία προς το ἐκποδών·
1. αυτός που βρίσκεται μπροστά στα πόδια κάποιου, που είναι στο δρόμο του ή μέσα στα πόδια του, σε Ηρόδ. κ.λπ.
2. αυτός που παρεμβάλλεται στο δρόμο κάποιου, δηλ. δημιουργεί εμπόδιο, κώλυμα, ἐμπ. εἶναι, βρίσκομαι στη μέση, σε Αισχύλ.· ἐμπ. εἶναι τῷ ποιεῖν, σε Ξεν.· ἐμπ. εἶναι ή γίγνεσθαί τινι μὴ πράττειν, εμποδίζω την ενέργεια κάποιου, σε Θουκ. κ.λπ.· τὸἐμπ., εμπόδιο, κώλυμα, παρακώλυση, πρόσκομμα, σε Ηρόδ.
Frisk Etymological English
See also: s. πούς
Middle Liddell
adverb
1. = ἐν ποσὶν ὤν, but formed by anal. to ἐκποδών:— at the feet, in the way, in one's path, Hdt., etc.
2. in one's way, i. e. presenting an hindrance, ἐμπ. εἶναι to be in the way, Aesch.; ἐμπ. στῆναί τινι Aesch.; κεῖσθαι Eur.:—c. inf., ἐμπ. εἶναι τῷ ποιεῖν Xen.; ἐμπ. εἶναι or γίγνεσθαί τινι μὴ πράττειν to prevent a person's doing, Thuc., etc.:— τὸ ἐμπ. the hindrance, obstacle, Hdt.
Frisk Etymology German
ἐμποδών: {empodṓn}
Grammar: Adv.
Meaning: vor den Füßen, im Wege, hinderlich (ion. att.).
Composita: Selten und spät ἐπ-, παρεμποδών. Als Vorderglied in ἐμποδοστάτης der im Wege steht mit ἐμποδοστατέω (hell. u. sp.).
Derivative: Davon ἐμπόδιος im Wege stehen (ion. att.); denominatives Verb ἐμποδίζω im Wege stehen, verhindern (att.), selten ‘(die Füße) fesseln, binden’ (Hdt., A.) mit Beziehung auf πούς; davon ἐμπόδισις, -ισμός, -ισμα Verhinderung, Hindernis, -ιστής, -ιστικός; auch παρεμποδίζω (Luk.) mit παρεμποδισμός. — ἐμποδεῖαι pl. Hindernisse (Epikur.) nach den Nomina auf -εία.
Etymology: Analogiebildung nach dem Oppositum ἐκποδών, s. d. Nicht mit Brugmann4 452 aus ἐν ποδῶν im Bereich der Füße (Gen. des örtlichen Bereiches).
Page 1,507
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=μέσα στά πόδια). Σύνθετο: ἐν + ποσίν+ὤν. Ἀντίθετο τοῦ ἐκποδών.
Lexicon Thucydideum
impedimento, hindrance, impediment, 1.53.2, 6.28.2, 8.92.6,
id quod obstat, that which hinders, 2.45.1.