ξυστικός
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for scraping : ἡ -κή the art of polishing, Sch. D.T.p.110H. 2 corrosive, χυμός Phylotim. ap. Ath.3.81b, Gal. Nat.Fac.2.9 ; ξυστικὸν ἔχει τῶν ἐντέρων Alex.Trall.Febr.I ; of plasters, Orib.Fr.88. II (ξυστός) taking exercise in a xystus: hence, athlete, xysticorum certationes Suet.Aug.45 ; ἀνὴρ ξ. Gal.13.1023 ; ξ. ἀθληταί BCH28.22 ; ξ. σύνοδος Athletic Association, ἡ ἱερὰ θυμελικὴ καὶ ξ. σ. OGI713.3 (Alexandria, iii A. D.) ; ἡ ἱερὰ ξ. περιπολιστικὴ οἰκουμενικὴ σύνοδος IG14.956B19, cf. PLond.3.1178.2 (ii A. D.), etc.
German (Pape)
[Seite 283] schabend, kratzend, bei Ath. III, 81 b χυμός, = στυπτικός. – Zum ξυστός gehörend, sich darin übend, Suet. Galb. 15.
Greek (Liddell-Scott)
ξυστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ξῦσιν˙ ἡ -κή, ἡ τέχνη τοῦ ξύειν ἢ στιλβώνειν, Α. Β. 651. 2) στυπτικός, Φιλότιμ. παρ’ Ἀθην. 81Β. ΙΙ. (ξυστὸς) ὁ γυμναζόμενος ἐν ξυστῷ, Sueton. Octav. 45, Γαλην.˙ ξυστικὴ σύνοδος, συνέλευσις τῶν ἀθλητῶν ἐν τῷ ξυστῷ, Συλλ. Ἐπιγρ. 5906-10.