συνέλευσις
τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars
English (LSJ)
συνελεύσεως, ἡ,
A coming together, meeting, Aq.Ps.1.1; co-operation, PMasp.20 ii 7 (vi A.D.); co-operative community of monks, ib. 96.32 (vi A.D.); sexual intercourse, Vett.Val.47.8; τῶν ἀφροδισίων Ptol.Tetr.205; τῶν ῥινοκερώτων Id.Geog.1.9.4; τινι Arg.5 E.Ph. (p.8 Dind.); marriage, Vett.Val.120.22, PSI5.450.10 (ii/iii A.D.).
2 of things, coming together, combination, union, Plu.2.1112c, S.E.P. 3.40,90, M.9.370; (συμπτωμάτων) Gal.14.691; group, κιόνων J.AJ 3.6.3.
3 Gramm., contraction, A.D.Pron.97.15; crasis, Id.Conj. 228.27.
4 stronghold, LXX Jd.9.46,49.
German (Pape)
[Seite 1014] ἡ, Zusammenkunft, S. Emp. pyrrh. 3, 40; Umgang, K. S.
French (Bailly abrégé)
συνελεύσεως (ἡ) :
rencontre, réunion de choses.
Étymologie: συνέρχομαι.
Greek (Liddell-Scott)
συνέλευσις: ἡ, τὸ συνέρχεσθαι, συναθροίζεσθαι, συνάθροισις, βουλή, ἐν συνελεύσει δικαίων Ἀκύλας Ψαλμ. Α΄, 5 (ἔνθα κατὰ τοὺς Ἑβδ. ἐν βουλῇ δικαίων)· ― σαρκικὴ μῖξις, συνουσία, Πτολεμ. Γεωγρ. 1. 9, 5· τὴν τῶν ἀφροδισίων συνέλευσιν ὁ αὐτ. ἐν Τετραβ. 4, 205C· τινι ἢ πρός τινα Εὐρ. Φοίν. ἐν τῇ Ὑποθέσει 2, Ζωναρ. Χρον. τ. 2, σ. 320, VII. 2) ἐπὶ πραγμάτων, συνδυασμός, ἕνωσις, Πλούτ. 2. 1112C, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 3. 40, 90, π. Μ. 9. 370. κτλ.· συναγωγή, συλλογή, ὁμοῦ τοποθέτησις, κιόνων Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 6, 3.
Russian (Dvoretsky)
συνέλευσις: συνελεύσεως ἡ ἐλεύσομαι, fut. к ἔρχομαι соединение, сочетание, связь Plut., Sext.