λίκιγξ
German (Pape)
[Seite 46] nach Schol. Ar. Ach. 1034 ἡ ἐλαχίστη βοὴ τοῦ ὀρνέου.
Greek (Liddell-Scott)
λίκιγξ: «ἡ ἐλαχίστη βοὴ τοῦ ὀρνέου» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 1034.
[Seite 46] nach Schol. Ar. Ach. 1034 ἡ ἐλαχίστη βοὴ τοῦ ὀρνέου.
λίκιγξ: «ἡ ἐλαχίστη βοὴ τοῦ ὀρνέου» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 1034.