πολύχρονος

Revision as of 11:11, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_17)

English (LSJ)

ον, later form for πολυχρόνιος, Jo.Gaz.Ecphr.2.211.

German (Pape)

[Seite 677] spätere Form statt πολυχρόνιος, Io. Gaz. periphr. 568; auch im adv. πολυχρόνως.

Greek (Liddell-Scott)

πολύχρονος: -ον, μεταγενέστ. τύπος τοῦ πολυχρόνιος, Αἰνείας Γαζ., κλπ.