πολύχρονος
English (LSJ)
ον, later form for πολυχρόνιος, Jo.Gaz.Ecphr.2.211.
German (Pape)
[Seite 677] spätere Form statt πολυχρόνιος, Io. Gaz. periphr. 568; auch im adv. πολυχρόνως.
Greek (Liddell-Scott)
πολύχρονος: -ον, μεταγενέστ. τύπος τοῦ πολυχρόνιος, Αἰνείας Γαζ., κλπ.