πολύχρονος
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
πολύχρονον, later form for πολυχρόνιος, Jo.Gaz.Ecphr.2.211.
German (Pape)
[Seite 677] spätere Form statt πολυχρόνιος, Io. Gaz. periphrasis 568; auch im adv. πολυχρόνως.
Greek (Liddell-Scott)
πολύχρονος: -ον, μεταγενέστ. τύπος τοῦ πολυχρόνιος, Αἰνείας Γαζ., κλπ.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολύχρονος, -ον, ΝΑ
πολυχρόνιος
νεοελλ.
σχετικά με πρόσ. ως ευχή) μακρόβιος («πολύχρονος νά 'σαι!»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + χρόνος (πρβλ. ισόχρονος)].