ές, (πλύνω)
A well-washed, well-cleansed, φᾶρος Od.8.392, 425, 13.67,16.173.
ἐϋπλῠνής: -ές, (πλύνω) καλῶς πλυθείς, καθαρός, φάρος ἐϋπλυνὴς Ὀδ. Θ. 392, 425., Ν. 67., Π. 173.