ἀλίσγημα

Revision as of 11:11, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A pollution, Act.Ap.15.20.

German (Pape)

[Seite 98] τό, Verunreinigung, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλίσγημα: -ατος, τό, (ἀλισγέω) μόλυνσις, μίασμα, Πράξ. Ἀποστ. ιε΄, 20, ἀναφερόμενον εἰς τὰ εἰδωλόθυτα· «ἀλισγημάτων, τῆς μεταλήψεως τῶν μιαρῶν θυμάτων», Ἡσύχιος.