Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ατος, τό,
A pollution, Act.Ap.15.20.
[Seite 98] τό, Verunreinigung, N. T.
ἀλίσγημα: -ατος, τό, (ἀλισγέω) μόλυνσις, μίασμα, Πράξ. Ἀποστ. ιε΄, 20, ἀναφερόμενον εἰς τὰ εἰδωλόθυτα· «ἀλισγημάτων, τῆς μεταλήψεως τῶν μιαρῶν θυμάτων», Ἡσύχιος.