ές,
A inefficacious, Thphr.HP9.17.1, Dsc.2.111.
[Seite 223] ές, unwirksam, unkräftig, Theophr.
ἀνενεργής: -ές, ὁ μὴ ἐνεργῶν, ἀδρανής, μὴ ὢν ἀποτελεσματικὸς, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 17, 1.