ἀδρανής
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
English (LSJ)
ἀδρανές, (δραίνω)
A impotent, feeble, AP9.359 (Posidipp.), Plu.2.373d, etc.; τὸ ἀδρανέστατον ταῖς χερσίν LXX Wi.13.19; τὴν χεῖρα ἀ. Philostr.V A3.39; ἀδρανέστατοι ζῴων Babr.25.3; non-efficient, i.e. unreal, Simp. in Ph. 533.19, 815.24; of nations, Arr.Epict.3.7.13: Comp., less efficacious, Dsc.3.110.
2 deprived of its strength, useless, of iron, Plu.Lyc.9, Lys.17.
Spanish (DGE)
(ἀδρᾰνής) -ές
I 1débil τὸ ἀδρανέστατον ταῖς χερσὶν εὐδράνειαν αἰτεῖται pide vigor al menos vigoroso por sus manos LXX Sap.13.19, αἱ πολιαὶ ἀδρανέες las canas son débiles, AP 9.359 (Posidipp.), τὴν ψυχὴν ἀδρανεστέραν τῆς ὕλης Procl.in Euc.15.4, de las liebres ἀδρανέστατοι ζῴων Babr.25.3, cf. Plu.2.987e, ἄσθμα Nonn.D.28.216, δύναμις Plu.2.373d, ἀδρανέες γεγάασι τάχα Κρονίδαο κεραυνοί los truenos de Zeus pronto han perdido su poder Nonn.D.2.568, τὰ πνεύματα τὰ ἐπίγεια Herm.Mand.11.19, οἱ Ἕλληνες ἀδρανεῖς εἰσιν los griegos son débiles de espíritu Arr.Epict.3.7.13
•subst. τὸ ἀδρανές = debilidad Ammon.Io.472
•fig. del hierro inutilizado Plu.Lyc.9, Lys.17.
2 inhábil c. ac. de rel. τὴν χεῖρα ἀδρανής Philostr.VA 3.39, c. inf. de rel. ὁ δὲ κήυξ ... καὶ ἀπράγμων καὶ θηρᾶσαι μέν τοι ἀδρανής Philostr.Im.2.17.11.
3 fil. inactivo τὸ ἄπειρον πλῆθος ... ἀδύναμον καὶ ἀδρανές Procl.Inst.149, cf. 7, 80, τὸ γὰρ κενὸν τόπον ... ὅπερ τῇ ἑαυτοῦ φύσει κενὸν ὄντως καὶ ἀδύνατον καὶ ἀδρανὲς ἂν ἦν el vacío es espacio ... que como realmente vacío por su propia naturaleza sería tanto carente de poder como inactivo Simp.in Ph.533.19, cf. 815.24.
II adv. ἀδρανῶς = débilmente Cyr.Al.M.71.1012D.
• Etimología: Cf. δραίνω.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
I. 1 faible, débile;
2 qui ne peut être façonné;
II. débilitant.
Étymologie: ἀ, δραίνω.
German (Pape)
ές (δραίνω), untätig, schwach, oft Plut. neben ἀσθενής, z.B. Is. et Os. 55, wo vorhergeht τὸ δραστήριον παρῃρημένος; Lyc. 9; Lys. 17; Anth. Posid. 16 (IX.359); Aemil. 2 (I X.756). Aber δίαιτα ἀδρ. ist schwächende Lebensweise, Plut. Gryll. 4; σίδηρος ἀδρ.καὶ δύσεργος, sprödes, schwer zu bearbeitendes Eisen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδρᾰνής: -ές, (δραίνω) ἀργός, ἀνεργής, ἄνευ δυνάμεως, ἀσθενής, Βαβρ. 25. 3, Ἀνθ. Π. 9. 359. Πλουτ. 2. 373D, κτλ.: ἐπὶ ἐθνῶν, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 7, 13· ἐπὶ φυτῶν, συγκρ. -έστερος, Διοσκ. 3. 124: ― ὑπερθ. -έστατος, Ἑβδ. (Σοφ. 13. 19). 2) δυσέργαστος, ἐπὶ σιδήρου, Πλουτ. Λυκοῦργ. 9, Λύσανδ. 17. ΙΙ. ἐνεργ. ἐκνευριστικός, ἐκλυτικός, Πλούτ. 2. 987Ε.
Greek Monotonic
ἀδρᾰνής: -ές (δραίνω),
I. ανενεργός, αυτός που δεν έχει δύναμη ή ισχύ, ασθενής, σε Βάβρ., Ανθ.
II. αυτός που δύσκολα γίνεται αντικείμενο επεξεργασίας, λέγεται για τον σίδηρο, σε Πλούτ.
Middle Liddell
δραίνω
I. inactive, powerless, Babr., Anth.
II. intractable, of iron, Plut.
Mantoulidis Etymological
(=ἀργός, ὀκνηρός). Ἀπό τό α στερητ. + δραίνω (=εἶμαι ἕτοιμος γιά δράση). Ἀπό τό ἀδρανής τό ρῆμα ἀδρανῶ, ἀδράνεια. Γιά ἄλλα παράγωγα δές στό ρῆμα δράω -ῶ.