A convince, convict utterly, E.Ion1470.
[Seite 221] von neuem erforschen, Eur. Ion. 1470.
ἀνελέγχω: μέλλ. -έγξω, ἐξελέγχω, παθ. ἐξελέγχομαι, φανερώνομαι ὡς πράξας ἄτοπόν τι, οἷον οἷον ἀνελέγχομαι Εὐρ. Ἴων. 1470.