ζαλόεις
German (Pape)
[Seite 1136] εσσα, εν, dasselbe, Schol. Nic. Th. 251.
Greek (Liddell-Scott)
ζᾰλόεις: εσσα, εν, τρικυμιώδης, πλήρης σάλου, Σχόλ. Νικ. Θ. 252.
[Seite 1136] εσσα, εν, dasselbe, Schol. Nic. Th. 251.
ζᾰλόεις: εσσα, εν, τρικυμιώδης, πλήρης σάλου, Σχόλ. Νικ. Θ. 252.