καστόριος
English (LSJ)
A v. καστόρειος, καστορίδες.
German (Pape)
[Seite 1333] vom Biber kommend, ihn betreffend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καστόριος: -α, -ον, (κάστωρ) ἀνήκων εἰς τὸν κάστορα, ἐκ τοῦ κάστορος, Ἡσύχ.· καστ. ἱμάτια, ἐκ δέρματος κάστορος, Λατ. castorinae ἢ -eae vestes, Ἐκκλ. ΙΙ. πρβλ. καστορίδες Ι.