καστορίδες
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
English (LSJ)
αἱ, a famous Laconian breed of
A hounds, said to be first reared by Castor, AP6.167 (Agath.), cf. Poll.5.39:—also καστόριαι κύνες X.Cyn.3.1.
II sea-calves, seals, Opp.H.1.398, Ael. NA9.50.
German (Pape)
[Seite 1333] αἱ, κύνες, eine vorzügliche Art lakonischer Jagdhunde, nach Kastor benannt, Agath. 28 (VI, 167) Nic. bei Poll. 5, 39. – S. auch καστορίς.
French (Bailly abrégé)
ων (αἱ) :
chiennes de chasse laconiennes.
Étymologie: κάστωρ.
Greek (Liddell-Scott)
καστορίδες: -αἱ, ἐξαίρετον εἶδος θηρευτικῶν Λακωνικῶν κυνῶν, «αἱ δὲ καστορίδες Κάστορος θρέμματα, Ἀπόλλωνος δὲ δῶρον» Πολυδ. Ε´, 39, Ἀνθ. Π. 6. 167· ὡσαύτως, καστόριαι κύνες Ξεν. Κυν. 3, 1. ΙΙ. θαλάσσιοι μόσχοι ἢ φῶκαι, Ὀππ. Ἁλ. 1. 398, Αἰλ. π. Ζ. 9. 40.
Greek Monolingual
οι (AM καστορίδες, αἱ) κάστωρ
νεοελλ.
ζωολ. οικογένεια τρωκτικών στην οποία ανήκουν και οι κάστορες
μσν.-αρχ.
είδος θαλάσσιου ζώου, φώκια
αρχ.
1. εξαιρετικό είδος κυνηγετικών σκυλιών στη Λακωνία, από το όνομα του Κάστορος («αἱ δὲ καστορίδες Κάστορος θρέμματα, Ἀπόλλωνος δὲ δῶρον», Πολυδ.)
2. φρ. «Καστορίδες πύλαι» — στενό πέρασμα στο Γύθειο, κατά τον Παυσ.
Greek Monotonic
καστορίδες: αἱ, Λακωνική ράτσα κυνηγόσκυλων που πρώτος ανέθρεψε ο Κάστορας, σε Ανθ.· επίσης καστόριαι κύνες, σε Ξεν.
Middle Liddell
a Laconian breed of hounds, first reared by Castor, Anth.: also καστόριαι κύνες Xen.