ποτιδόρπιος

Revision as of 11:12, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_16)

English (LSJ)

ον, Ep. form of προσδ- (which is not found),

   A of or serving for supper, ὄβριμον ἄχθος ὕλης... ἵνα οἱ ποτιδόρπιον εἴη that it might serve to dress his supper, Od.9.234, cf. 249; ὕδωρ A.R.1.1209; τὰ π., = τὰ προσσίτια, Hsch.

German (Pape)

[Seite 689] u. ποτιειλέω, dor. statt προσδόρπιος, προσειλέω.

Greek (Liddell-Scott)

ποτιδόρπιος: -ον, ἀρχαῖος Δωρ. τύπος ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. (ἀντὶ τοῦ κοινοῦ τύπου προσ- ὅστις εἶναι ἄχρηστος), ὁ ἀνήκων ἢ χρήσιμος εἰς τὸ δεῖπνον, ὄβριμον ἄχθος ὕλης..., ἵνα οἱ ποτιδόρπιον εἴη, διὰ νὰ χρησιμεύσῃ εἰς αὐτὸν πρὸς παρασκευὴν τοῦ δείπνου του, Ὀδ. Ι. 234, πρβλ. 249· ὕδωρ Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1209· ― «τὰ ποτιδόρπια· = τὰ προσσίτια» Ἡσύχ.