ἡ,
A lack of fruit, D.S.5.39.
[Seite 916] ἡ, Seltenheit der Früchte, Mangel daran, D. Sic. 5, 38, v. l. στενοκαρπία.
σπᾰνοκαρπία: ἡ, ἔλλειψις καρποῦ, Διόδ. 5. 39.