[Seite 113] zur Tenne, ἅλως, gehörig, ἵπποι, die das Getreide austreten, Secund. 2 (IX, 301).
ἁλωεινός: -ή, -όν, (ἅλως) ἀνήκων ἢ χρησιμεύων εἰς ἁλώνιον, ἵπποι, Ἀνθ. Π. 9. 301.