ἀπόνιψις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A washing off or away, Herod.Med. ap. Orib.Fr.106, prob. l. for ἄποψις in Callix.2.
German (Pape)
[Seite 317] ἡ, das Abwaschen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόνιψις: -εως, ἡ, ἀπόπλυσις, ἡ διὰ τῆς πλύσεως ἀποβολὴ τῆς ἀκαθαρσίας, μεταφ., εἰς ἀπόνιψιν ἁμαρτίας Κύριλλ. Ἀλ. τ. 2. σ. 713, κλ.: καθόλου, πλύσις, νίψιμον, Ὀρειβάσ. 3. 104.