κιρσοειδής

Revision as of 11:12, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_7)

English (LSJ)

ές,

   A varicose, of veins, Hp.Morb.1.14; of the convolutions of the brain, Ruf.Onom.148; κ. παραστάτης, name for the πόρος σπερματικός, Gal.4.565.

German (Pape)

[Seite 1442] ές, wie ein κιρσός aussehend, geschwollen, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

κιρσοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς κιρσόν, ἐξῳδηκώς, «πρησμένος», Ἱππ. 451. 49, Γαλην., ἴδε Greenhill εἰς Θεόφρ. σελ. 224.