κιρσοειδής
From LSJ
English (LSJ)
κιρσοειδές, varicose, of veins, Hp.Morb.1.14; of the convolutions of the brain, Ruf.Onom.148; κ. παραστάτης, name for the πόρος σπερματικός, Gal.4.565.
German (Pape)
[Seite 1442] ές, wie ein κιρσός aussehend, geschwollen, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
κιρσοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς κιρσόν, ἐξῳδηκώς, «πρησμένος», Ἱππ. 451. 49, Γαλην., ἴδε Greenhill εἰς Θεόφρ. σελ. 224.
Greek Monolingual
-ές (Α κιρσοειδής, -ές)
αυτός που είναι πρησμένος έτσι ώστε να μοιάζει με κιρσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κιρσός + -ειδής (< εἶδος)].