ές,
A speechless, Epicr.11.20. II = sq., Hsch.
[Seite 212] ές (αὐδή), sprachlos, Epicrat. com. Ath. II, 59 (V. 20).
ἀναυδής: -ές, = ἄναυδος, ἄλαλος, Ἐπικρ. Ἄδηλ. 1. 20. ΙΙ. = τῷ ἑπομ. «ἀναυδέα, ἄρρητα» Ἡσύχ.