ἄναυδος

English (LSJ)

ἄναυδον,
A speechless, Od.5.456, 10.378, Hes.Th.797, etc.; silent, ἄναυδος ἄγγελος, of dust, A.Th.82 (lyr.), etc.:—properly, unable to articulate, whereas ἄφωνος is voiceless, Hp.Epid.3.17.γ, but of fishes, A.Pers.577; without speaking, S.OC1274,1404, Plu.Pomp.74, etc. Adv. ἀναύδως = speechlessly, silently, unutterably Hp. Prorrh.1.90, J.AJ16.11.4.
2 preventing speech, silencing, χαλινῶν ἄ. μένος A.Ag.238 (lyr.).
II unspeakable, horrible, ἔργον S.Aj.947.

Spanish (DGE)

-ον
I de abstr. que no puede ser nombrado, indecible ἔργα S.Ai.947.
II de pers., animales, cadáveres
1 mudo ἶσος ἀναύδῳ Od.10.378, cf. A.A.496, Ph.2.368, κεῖμαι δ' ὑπὸ τύμβον ἄναυδος GVI 1318.2 (Ezanos II d.C.), cf. IUrb.Rom.1305.2 (II d.C.), νεκρός Nonn.D.17.26, Par.Eu.Io.11.13, de los peces, A.Pers.577
fig. de cosas mudo, sin voz del polvo como mensajero del ejército, A.Th.82, χαλινῶν τ' ἀναύδῳ μένει A.A.238, τέλεος [κ] αιρὸς ἄναυδος τάδ' ἐπαινεῖ A.Fr.474.2.25.
2 que ha perdido el habla, sin habla ἄπνευστος καὶ ἄναυδος κεῖτ' ὀλιγηπελέων Od.5.456, cf. Hes.Th.797, A.R.2.205, Plu.Pomp.74, Luc.VH 1.33
que no puede articular palabra ἄναυδος, ἄφωνος Hp.Epid.3.17.3
subst. τὸ ἄναυδον = pérdida de la facultad de hablar Hp.Coac.291.
3 callado, silencioso Κύπρις ἄναυδος φανερὰ τῶνδ' ἐφάνη πράκτωρ la Cipria con su silencio a las claras se reveló autora de esto S.Tr.861, (με) πέμψεις ἄναυδος S.OC 1274, ὄντ' ἄναυδον S.OC 1404, cf. E.Alc.1143, Ph.41, Tr.463, A.R.3.503, στόμα B.Fr.60.35, ἐξ ἀναύδου tras un estado de mudez E.Med.1183
de estados de ánimo callado, silencioso ἔσχον ὀργὰν ἄναυδον S.El.1283.
III adv. ἀναύδως
1 con pérdida del habla Hp.Prorrh.1.90.
2 en silencio ὀδυνηρῶς μὲν ἀναύδως δέ I.AI 16.374.

German (Pape)

[Seite 212] (αὐδή), 1) sprachlos, Od. 5, 456; ἶσος ἀναύδῳ, stumm, 10, 378; ἄν. ἄγγελος κόνις Aesch. Spt. 82 u. öfter; aber χαλινῶν μένος, verstummen machend, Ag. 229; auch sonst bei Tragg. u. sp. D., auch Plut. – 2) unaussprechlich, schrecklich, ἔργον Soph. Ai. 927. – Adv. ἀναύδως, Ios.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 sans voix, muet;
2 indicible, qu'on n'ose dire.
Étymologie: , αὐδή.

Russian (Dvoretsky)

ἄναυδος: Hom., Hes., Trag., Plut. = ἀναύδητος.

Greek (Liddell-Scott)

ἄναυδος: -ον, ἄφωνος, Ὀδ. Ε. 456, Κ. 378, Ἡσ. Θ. 797, κτλ.: σιωπηλός, Αἰσχύλ. Θ. 82, κτλ.: ― κυρίως, ἀνίκανος νὰ ἀρθρώσῃ φωνήν, ἐνῷ τὸ ἄφωνος σημαίνει τὸν στερούμενον φωνῆς, Ἱππ. Ἐπιδ. 3. 1098, ἀλλὰ πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 578: ἄνευ ὁμιλίας, ἀλλ’ ἀτιμάσας πέμψεις ἄναυδος, θά με πέμψῃς χωρὶς νά μοι εἴπῃς λέξιν; Σοφ. Ο. Κ. 1274, 1404: ― Ἐπίρρ. ἀναύδως Ἱππ. Προρρ. 74C. 2) ὁ ἐμποδίζων τὸ λαλεῖν, ὁ σιωπὴν ἐπιβάλλων. χαλινῶν ἀν. μένος Αἰσχύλ. Ἀγ. 238. ΙΙ. ὡς τὸ ἀναύδητος, Λατ. infandus, ἄναυδ’ ἔργ’ Ἀτρειδᾶν, ἄρρητα, Σοφ. Αἴ. 947.

English (Autenrieth)

(αὐδή): speechless. (Od.)

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄναυδος, -ον) αυδή
ανίκανος να αρθρώσει φωνή, άφωνος, άλαλος
νεοελλ.
αυτός που δεν μπορεί να μιλήσει από την έκπληξή του, εμβρόντητος, αποσβολωμένος
αρχ.
1. αμίλητος, σιωπηλός
2. αυτός που επιβάλλει σιωπή σε άλλον
3. ανέκφραστος, φοβερός.

Greek Monotonic

ἄναυδος: -ον (αὐδή), άφωνος, βουβός, ήσυχος, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ. κ.λπ.
2. αυτός που αποτρέπει την ομιλία, που επιβάλλει τη σιωπή, σε Αισχύλ.
II. όπως το ἀναύδητος, ανείπωτος, άρρητος, σε Σοφ.

Middle Liddell

αὐδή
I. speechless, silent, Od., Aesch., etc.
2. preventing speech, silencing, Aesch.
II. like ἀναύδητος, unutterable, Soph.

English (Woodhouse)

dumb

Mantoulidis Etymological

(=ἄφωνος, ἄλαλος). Ἀπό τό α στερητ. + αὐδή (=φωνή). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στή λέξη αὐδή.

Translations

mute

Arabic: أَخْرَس‎, أَبْكَم‎; Egyptian Arabic: أخرس‎; Aragonese: mudo; Armenian: համր, լալ; Aromanian: mut; Asturian: mudu; Azerbaijani: lal; Basque: mutu; Bau Bidayuh: bebe'; Belarusian: нямы; Bulgarian: ням; Burmese: အ; Catalan: mut; Chamicuro: majnachalelo; Chinese Cantonese: 啞, 哑; Mandarin: 啞巴, 哑巴, 啞, 哑; Czech: němý; Danish: stum, umælende; Dutch: stom; Faroese: málleysur, dumbur; Finnish: mykkä; French: muet, assourdi; Friulian: mut; Galician: mudo; German: stumm; Low German: dumm; Gothic: 𐌳𐌿𐌼𐌱𐍃; Greek: άλαλος; Ancient Greek: ἄλαλος, ἐνεός, ἄναυδος, ἄφωνος; Greenlandic: oqajuitsoq; Haitian Creole: bèbè; Hebrew: אילם‎; Hindi: गूंगा, मूक; Hungarian: néma; Icelandic: mállaus; Indonesian: bisu; Ingrian: mükkä; Irish: balbh; Italian: muto; Japanese: 黙々, 唖の, 口の利けない; Javanese: bisu; Kurdish Northern Kurdish: lal; Latgalian: māms; Latin: mutus, infans; Latvian: mēms; Luxembourgish: stomm; Macedonian: нем; Malay: bisu, kelu, gagu, tunawicara; Manchu: ᡥᡝᠯᡝ; Maori: wahangū; Middle English: dumb, muet; Norman: muet; Northern Sami: gielaheapme; Norwegian: stum; Occitan: mut; Old English: dumb; Oriya: ମୂକ; Persian: لال‎, گنگ‎; Polish: niemy; Portuguese: mudo; Quechua: amu; Romanian: mut; Russian: немой, бессловесный; Sanskrit: मूक; Sardinian: mudu, mutu; Scottish Gaelic: balbh; Serbo-Croatian Cyrillic: не̑м, није̑м, му̏тав; Roman: nȇm, nijȇm, mȕtav; Slovak: nemý, nehovoriaci; Slovene: nem; Sorbian Lower Sorbian: nimy; Spanish: mudo; Swedish: stum; Tagalog: pipi; Tajik: лол; Thai: เงียบ; Turkish: dilsiz; Ukrainian: німий; Uzbek: lol; Vietnamese: câm; Votic: ńemoi; Walloon: mouwea, mouwale; Welsh: mud; Zazaki: lal

ineffable

Belarusian: невымоўны, невыказны; Bulgarian: неизразим; Czech: nevýslovný; Dutch: onuitsprekelijk, onzeggelijk, onnoembaar; Finnish: sanomaton, sanoinkuvaamaton; French: ineffable, innommable; Georgian: გამოუთქმელი, აღუწერელი, უტყვი; German: unaussprechlich; Greek: ανείπωτος, απερίγραπτος, άρρητος, άφατος, που δεν λέγεται, που δεν τον πιάνω στο στόμα μου; Ancient Greek: ἄφατος, ἄφραστος, οὐ φατός, ἀνωνόμαστος, ἀμύθητος, ἄρρητος, ἀπόρρητος, ἄγρυκτος, ἀναύδητος, ἀνεκλάλητος, ἄλεκτος, δύσφατος, ἄσπετος, ἀφώνητος, ἀναυδής, ἄεπτος, ἀνέκφραστος, ἀθέσφατος, ἀπειρέσιος, ἄλαλος, ἀνεκφώνητος, ἄφθεγκτος, ἀπόφημος, ἄναυδος, ἀλάλητος; Latin: ineffabilis; Manx: neufocklagh; Norwegian: usigelig, uutsigelig; Polish: nieopisany; Portuguese: inefável, indescritível; Romanian: inefabil; Russian: невыразимый, несказанный, неописуемый; Spanish: inefable; Swedish: obeskrivlig, outsäglig; Telugu: చెప్పలేని; Turkish: anlatılmaz; Ukrainian: невимовний; Welsh: anhraethol

unspeakable

Chinese Mandarin: 說不得/说不得; Czech: nevýslovný; Esperanto: nedirebla; Finnish: sanomaton, sanoinkuvaamaton; French: indicible; German: unsäglich; Greek: ανείπωτος, ακατανόμαστος, απερίγραπτος, άφατος; Ancient Greek: ἀάσπετος, ἀλάλητος, ἄλεκτος, ἀμύθευτος, ἀμύθητος, ἀναύδητος, ἄναυδος, ἀνεκλάλητος, ἀνεξήγητος, ἀνώνυμος, ἀπόφθεγκτος, ἀπρεπής, ἀπροφάσιστος, ἄρρητος, ἄσπετος, ἄφθεγκτος, ἄφραστος, ἀφώνητος, ἄφωνος, θεσπέσιος, οὔ τι φατειός, οὐ φατός, ὑπέρφατος, ὑπερφυής; Italian: indicibile; Japanese: 言い知れぬ, 口では言えない; Polish: niewypowiedziany, niewysłowiony; Russian: непередаваемый, несказанный, неописуемый; Telugu: చెప్పరాని

speechless

Afrikaans: spraakloos, sprakeloos; Bulgarian: занемял, безмълвен; Catalan: bocabadat, emmudit; Chinese Mandarin: 無言, 无言, 無語, 无语, 沈默, 沉默; Danish: mundlam, målløs; Dutch: sprakeloos; Esperanto: senparola; Finnish: sanaton; French: sans voix; German: sprachlos, fassungslos, stumm; Gothic: 𐌳𐌿𐌼𐌱𐍃; Greek: άναυδος, άφωνος, ενεός; Ancient Greek: ἀβακής, ἄβως, ἀγέγωνος, ἄλαλος, ἄλογος, ἀναύδατος, ἀναυδής, ἀναύδητος, ἄναυδος, ἀνεπής, ἄνεως, ἄοπος, ἀπόπληκτος, ἀπόφθεγκτος, ἄστομος, ἀφθεγγής, ἄφθεγκτος, ἄφθογγος, ἀφώνητος, ἄφωνος, ἐμπεπληγμένος, ἐνεός, ἐννεός; Hungarian: szótlan, eláll(t) a szava, meg se tud mukkanni; Icelandic: orðlaus; Indonesian: kelu, kaku lidah; Italian: senza parole, ammutolito; Latin: elinguis; Norwegian Bokmål: målløs, mållaus; Nynorsk: mållaus; Polish: oniemiały, milczący; Portuguese: sem palavras, atónito, atônito, perplexo, estarrecido; Russian: онемелый, онемевший, безмолвный; Sanskrit: मूक; Spanish: sin palabras, sin habla, atónito, perplejo, mudo, corchado; Swedish: mållös; Telugu: నోరులేని; Thai: หมดคำพูด, พูดไม่ออก