αὐξηρός

Revision as of 11:13, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_16)

English (LSJ)

όν, dub. l. in Nic.Al. 588.

Greek (Liddell-Scott)

αὐξηρός: -όν, εἰ ἡ γραφὴ ἔχει ὑγιῶς ἐν Νικάνδρ. Ἀλεξιφ. 588, πρέπει να σημαίνῃ τὸν τελείως ηὐξημένον, «τὸν μέγαν» ὡς ἑρμηνεύει καὶ ὁ Σχολ., ἀλλ’ ἴσως ἦτο αὖ ξηρῶν, διότι ὁ Σχολιαστ. προστίθησι καὶ τὴν ἑρμηνείαν «ἢ ξηρῶν, τῶν αὐχμηρῶν».