ἀπόθλιμμα
English (LSJ)
ατος, τό,
A expressed juice, Dsc.1.110. II solid residue after expression of juice, Gal.11.845.
German (Pape)
[Seite 303] τό, das Ausgepreßte.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόθλιμμα: -ατος, τό, τὸ δι’ ἀποθλίψεως ἐξαγόμενον ὑγρόν, Διοσκ. 1. 151.