ἀπόθλιμμα
From LSJ
English (LSJ)
-ατος, τό,
A expressed juice, Dsc.1.110.
II solid residue after expression of juice, Gal.11.845.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 jugo τῶν πυρήνων Dsc.1.110.
2 pulpa que queda después de exprimir un fruto, Gal.11.845.
German (Pape)
[Seite 303] τό, das Ausgepreßte.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόθλιμμα: -ατος, τό, τὸ δι’ ἀποθλίψεως ἐξαγόμενον ὑγρόν, Διοσκ. 1. 151.