ον,
A with twelve springs, Cratin.186, Philostr.VS1.22.4.
[Seite 693] zwölfquellig, mit zwölf Sprudelröhren; στόμα Cratin. bei Schol. Ar. Equ. 523; vgl. Philostr. v. Soph. p. 525.
δωδεκάκρουνος: -ον, ἔχων δώδεκα κρουνούς, στόμα Κρατῖν. Πυτ. 7.