ἐγχθόνιος
English (LSJ)
ον,
A in the earth, σποδιὴ κειμένη ἐ. Epigr.Gr.298, prob. in AP7.740 (Leon.). II of the country, κύλιξ APl.4.235 (Apollonid.).
German (Pape)
[Seite 713] inländisch, κύλιξ Apollnd. Plan. 235.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγχθόνιος: -ον, ἐν τῇ γῇ, γήινος, σποδιὴ κειμένη ἐγχθ. Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 298. ΙΙ. ἐγχώριος, κύλιξ Ἀνθολ. Πλαν. 235.