Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

γήινος

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γήινος Medium diacritics: γήινος Low diacritics: γήινος Capitals: ΓΗΙΝΟΣ
Transliteration A: gḗinos Transliteration B: gēinos Transliteration C: giinos Beta Code: gh/inos

English (LSJ)

η, ον, of earth, terrestrial, earthen, earthly τὴν δὲ… πλάσαντες γηίνην Semon.7.21; πλίνθοι X.An.7.8.14; τείχη Pl.Lg.778e; σῶμα Id.Phdr.246c, cf. Hierocl. in CA 4p.425M.; οὐδὲ τὸ ξύλον γῆ, ἀλλὰ γήινον = wood is not earth, but derives from earth Arist.Metaph. 1049a20; νόος App.Anth.3.146 (Theon.): Sup. γηινώτατος, ἀριθμός Lyd.Ost.45.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γήϊνος -η -ον [γῆ] van aarde, aarden.

Russian (Dvoretsky)

γήϊνος:
1 сделанный из земли, т. е. глиняный (πλίνθος Xen.) или земляной, глинобитный Plat.;
2 имеющий земную природу, земного происхождения (σῶμα Plat.; τὸ ξύλον οὐ γῆ, ἀλλὰ γήϊνον Arst.);
3 земной, т. е. преходящий, смертный (γένος Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

γήινος: -η, -ον, ἐκ γῆς, τὴν δέ... πλάσαντες γηίνην, Σιμων. Ἰαμβ. 6. 21· πλίνθοι Ξεν. Ἀν. 7. 8, 14· τείχη Πλάτ. Νόμ. 778D· σῶμα ὁ αὐτ. Φαίδρ. 246C· τὸ ξύλον οὐ γῆ, ἀλλὰ γήινον Ἀριστ. Μεταφ. 8. 7, 5.― Ἐπίρρ.–νως, Ἐκκλ.― Ὡσαύτως γήιος Ἀνθ. II. παραρτ. 39· πρβλ. Λοβ. Φρύν.97.― Ὑπερθ. γηινώτατος, ὁ γάρ ἀριθμὸς πέντε γηινώτατος Ἰω. Λυδ. Διοσημ. 95 (Wachsm.).

Greek Monolingual

-η, -ο (AM γήινος, -η, -ον) γη
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γη
2. αυτός που έχει τη σύσταση της γης, χωμάτινος
3. επίγειος, υλικός (σε αντίθεση με τον ουράνιο ή τον αιθέριο)
4. ο ανθρώπινος, ο ατελής (σε αντίθεση με τον θεϊκό)
5. το ουδ. ως ουσ. τα γήινα
τα επίγεια, τα εγκόσμια
νεοελλ.
φρ.
1. «γήινο ελλειψοειδές» — το σχήμα που παράγεται από την περιστροφή μιας έλλειψης γύρω από τον μικρό της άξονα
2. «γήινη ακτινοβολία» — το φως του ήλιου που ανακλάται από τη γήινη σφαίρα προς τη σελήνη, απ' όπου ανακλάται πάλι και επιστρέφει στη γη·

Greek Monotonic

γήινος: -η, -ον (γῆ), αυτός που ανήκει στη γη, σε Ξεν., Πλάτ.· επίσης, γήϊος, σε Ανθ.

Léxico de magia

-ον hecho de tierra, hecho de barro de un incensario ἐπιθύσας ἐπὶ γηίνου θυμιατηρίου ἐπ' ἀνθράκων ἀπὸ ἡλιοτροπίου βοτάνης tras haber hecho la ofrenda en un incensario de barro con carbones de heliotropo P I 64 P II 26 P IV 214 P IV 2713 P LXXII 1 de un altar λαβὼν τρίποδα ἐπίθες ἐπὶ βωμὸν γήϊνον, ἐπίθυε ζμύρναν καὶ λίβανον toma un trípode, ponlo en un altar de hecho de tierra y quema mirra e incienso P V 201 P XIII 8 ὁ δὲ βωμὸς ἔστω γήϊνος que el altar sea de barro P XIII 368