ψευδάδελφος
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ,
A false brother, pretended Christian, 2 Ep.Cor. 11.26, Ep.Gal.2.4, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1393] ὁ, falscher, unächter Bruder, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ψευδάδελφος: ὁ, ψευδὴς ἀδελφὸς, προσποιούμενος τὸν Χριστιανὸν, Ἐπιστ. πρ. Γαλάτ. β΄, 4, Ἐκκλ.