ὁ, later form of ὀρόδαμνος, Nic.Al.154, AP5.291.1 (Agath.).
[Seite 367] ὁ, = ὀρόδαμνος; Agath. 25 (V, 292), Nic. Al. 154 u. sonst.
ὄραμνος: ὁ, μεταγεν. τύπος τοῦ ὀρόδαμνος, Νικάνδρ. Ἀλεξιφ. 124, Ἀνθ. Π. 5. 292.