ὀρόδαμνος

From LSJ

Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρόδαμνος Medium diacritics: ὀρόδαμνος Low diacritics: ορόδαμνος Capitals: ΟΡΟΔΑΜΝΟΣ
Transliteration A: oródamnos Transliteration B: orodamnos Transliteration C: orodamnos Beta Code: o)ro/damnos

English (LSJ)

ὁ, bough, branch, AP9.3 (Pl. or Antip.), Thphr. HP 9.16.3, Call.Fr.139, Nic.Th.863, Al.603, etc.:—a shortened form ὄραμνος (q.v.); also ῥάδαμνος, LXX Jb.8.16, Suid., Hsch. (who also gives ῥόδαμνος), etc.; and ῥάδᾰμος [ῥᾰ], Nic.Al.92.

German (Pape)

[Seite 385] ὁ, = ὄραμνος, Ast, Zweig; Nic. Al. 602; Theophr. u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
branche.
Étymologie: DELG étym. pas établie avec sûreté.

Russian (Dvoretsky)

ὀρόδαμνος:ветвь (sc. τῆς ἐν Δωδώνῃ φηγοῦ Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀρόδαμνος: ὁ, κλών, κλάδος, βλάστημα, Πλάτ. ἐν Ἀνθολ. Π. 9. 3, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 16, 3, Καλλ. Ἀποσπ. 139, Νικ. Ἀλεξιφ. 603, κτλ.· - συντετμημένος τις τύπος ὄραμνος ἀπαντᾷ παρὰ ποιηταῖς, Νικ. Ἀλεξιφ. 154, Ἀνθ. Π. 5. 202· - ὡσαύτως ῥάδαμνος, Ἑβδ. (Ἰὼβ Η΄, 16), Σουίδ., Ἡσύχ. (ὅστις ἔχει καὶ τὸν τύπον ῥόδαμνος), κτλ.· καὶ ῥάδᾰμος, Νικ. Ἀλεξιφ. 92. (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε ῥαδινός).

Greek Monolingual

ὀρόδαμνος και ὄραμνος, ὁ (Α)
κλαδί, κλωνάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για γρφ. του αιολ. Fρόδαμνος(βλ. λ. ράδαμνος) με αντιπροσώπευση του F με -ο- (πρβλ. Οράτριος). Ο τ. ὄραμνος ερμηνεύεται πιθ. ως προΐόν συμφύρσεως του ὀρόδαμνος με τη λ. ὄρμενος «κλάδος»].

Greek Monotonic

ὀρόδαμνος: ὁ, κλαδί, σε Ανθ. (αμφίβ. προέλ.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: branch, twig (Thphr., Call., Nic., AP).
Derivatives: Dimin. ὀροδαμνίς f. (Theoc.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Prob. for Aeol. Ϝρόδαμνος = ῥάδαμνος (s.v.) with o as graphic indication for F as in ὀρίνδης (Schwyzer 313 n. 2). Unclear is ὄραμνος id. (Nic., AP); (not a cross with ὄρμενος).

Middle Liddell

ὀρόδαμνος, ὁ,
a branch, Anth. [deriv. uncertain]

Frisk Etymology German

ὀρόδαμνος: {oródamnos}
Grammar: m.
Meaning: Ast, Zweig (Thphr., Kall., Nik., AP)
Derivative: mit dem Demin. ὀροδαμνίς f. (Theok.).
Etymology : Wohl für äol. ϝρόδαμνος = ῥάδαμνος (s.d.) mit o als graphischem Ausdruck für ϝ wie in ὀρίνδης (Schwyzer 313 A. 2). Unklar bleibt ὄραμνος ib. (Nik., AP); Kreuzung mit ὄρμενος?
Page 2,424