strengthd. for σπλεκόω, Ar.Pl.1082.
[Seite 603] = simpl.; διεσπλεκωμένη ὑπὸ μυρίων ἐτῶν Ar. Plut. 1082, alte v. l. διεσπεκλωμένη, f. Scholl.
διασπλεκόω: ἐπιτεταμ. σπλεκόω, Ἀριστοφ. Πλ. 1082.