ον,
A spear-darting, of Dionysus, AP9.524.15.
[Seite 283] speerwerfend, Bacchus, Hymn. Bach. (IX, 524, 15).
ξυστοβόλος: -ον, ὁ βάλλων ξυστόν, δηλ. ἐξακοντίζων δόρυ, Ἀνθ. Π. 9. 524, 15.