μειονεκτ-ίζω, μειόνεκτ-ος,
A v. μυουρία, -ίζω, -ος.
[Seite 116] ἡ, Kurzschwänzigkeit, = μυουρία, Sp.
μειουρία: ἡ, μείωσις τοῦ τέλους ἢ τοῦ ἄκρου, ἐπὶ ἑξαμέτρων τελευτώντων εἰς ἴαμβον ἢ πυρρίχιον, ὡσαύτως καὶ μυουρία, Εὐστ. 900. 7.