ὁ,
A sword-cutler, Ar.Pax547.
[Seite 280] Schwerter machend, Ar. Pax 539.
ξῐφουργός: ὁ, (*ἔργω) ὁ κατασκευάζων ξίφη, Ἀριστοφ. Εἰρ. 547.