πλατυμέτωπος
English (LSJ)
ον,
A with broad forehead, βόες Ael.NA12.19, cf. Heph.Astr.2.2.
Greek (Liddell-Scott)
πλατυμέτωπος: -ον, ὁ ἔχων πλατὺ μέτωπον, Αἰλιαν. π. Ζ. 12, 19, Γεωπον. 12, 2, 1.
ον,
A with broad forehead, βόες Ael.NA12.19, cf. Heph.Astr.2.2.
πλατυμέτωπος: -ον, ὁ ἔχων πλατὺ μέτωπον, Αἰλιαν. π. Ζ. 12, 19, Γεωπον. 12, 2, 1.