μέτωπον
Καιροῦ τυχὼν καὶ πτωχὸς ἰσχύει μέγα → Mendicus etiam saepe valet in tempore → Zur rechten Zeit vermag sogar ein Bettler viel
English (LSJ)
τό, also μέτωπος, ὴ, Glossaria (s.v.l.): (μετά, ὤψ):—prop.
A the space between the eyes (Arist.HA491b12), brow, forehead, ὁ δὲ προσιόντα [ἤλασεν] μέτωπον ῥινὸς ὑπὲρ πυμάτης Il.13. 615, etc.; στίγματα ἔχων ἐν τῷ μετώπῳ IG42(1).121.48 (Epid., iv B.C.); χαλάσας τὸ μέτωπον Ar.V.655; mostly of men, but of a horse in Il.23.454, cf. S.El.727; of a boar, X.Cyr.1.4.8; of a dog, Id.Cyn.4.1: in plural, of a single person, Od.6.107, E.Hel.1568, etc.; τὰ μέτωπ' ἀνέσπασεν Ar.Eq.631.
2 metaph., γαίας μέτωπον, of Etna, Pi.P.1.30.
II front, face of anything, as a wall or building, Hdt.1.178, 2.124; τεῖχος ὡς ἐπὶ δέκα σταδίους… μ. ἕκαστον measuring 10 stades on each face, Id.9.15, cf. IG22.463.66, 7.4255.19, BCH20.324.65 (Lebad.); τὰ μέτωπα τῶν κλιμακτήρων vertical faces of the steps, IG22.244.80; wall extending inwards between two doors, ib.1657.3, 1668.23,59 (dub. sens. in 12.372.30); front or front-line of an army, fleet, etc., A.Pers. 720, etc.; εἰς μέτωπον στῆναι to stand in line, X.Cyr.2.4.2; ἐπὶ μετώπου διιέναι, opp. ἐπὶ κέρως or ἐπὶ κέρας (in column), ib.2.4.3; ἐν μετώπῳ καθιστάναι, παρατάξασθαι, ib.2.4.4, HG2.1.23.
2 margin of a book, Gal.15.624, 17(1).80, Marin.Procl.25.
III = χαλβάνη, or the reed or wood which yields it, Dsc.1.59,3.83.
2 v.l. for νέτωπον (q.v.).
German (Pape)
[Seite 164] τό, eigentlich der Raum zwischen den Augen, die Stirn; ἤλασε μέτωπον ῥινὸς ὑπὲρ πυμάτης, Il. 13, 615, öfter; οὐδὲ μέτωπον ἐπ' ὀφρύσι κυανέῃσιν ἰάνθη, die Stirn erheiterte sich nicht, 15, 102; vom Pferde, 23, 454 (wie Soph. El. 727 u. Eur. Rhes. 307); auch vom Helme, die Vorderseite, 16, 70; des Ebers, Xen. Cyr. 1, 4, 8; γαίας μέτωπον, die Stirn der Erde, von einem Berge, Pind. P. 1, 30; von Heeren, die Front, διπλοῦν μέτωπον ἦν δυοῖν στρατευμάτοιν, Aesch. Pers. 706; Soph. Tr. 518; ἱδρώς, ὃν ἐκ μετώπου πολλάκις ἔσταζεν, Eur. Troad. 1198; ἀνασπᾶν u. χαλᾶν τὸ μέτωπον, wie wir sagen »die Stirn kraus ziehen«, »erheitern«, »entwölken«, Ar. Equitt. 629 Vesp. 655; die Front von Gebäuden, πυραμίδος, Her. 2, 124, wofür er sonst κῶλον sagt; τοῦ τείχους, Thuc. 3, 21; die Front des Heeres, Xen. Cyr. 2, 4, 2; Pol. 3, 65, 5 u. öfter; τοὺς ἐλέφαντας πρὸ πάσης τῆς δυνάμεως ἐν μετώπῳ κατέστησε, 1, 33, 6; παρὰ τοὺς ἱππεῖς ἐν μετώπῳ, in einer Front mit den Reitern, 5, 82, 10.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
front ; p. anal. en parl. d'un casque ; fig.
1 front, partie proéminente d'une pyramide;
2 front d'une armée, d'une troupe.
Étymologie: μετά, ὤψ.
Russian (Dvoretsky)
μέτωπον: τό
1 чело, лоб Hom. etc.: ἀνασπᾶν τὸ μ. Arph. хмурить лоб;
2 (лицевая), сторона, фасад, грань (τῆς πυραμίδος Her.; τοῦ τείχους Thuc.);
3 фронт (sc. τοῦ στρκτεύματος Aesch.): εἰς μέτωπον στῆναι Xen. стоять фронтом, т. е. в одну линию; ἐπὶ μετώπου διιέναι Xen. проходить развернутым фронтом.
Spanish
frente, testuz, testera, margen
Greek Monolingual
το (ΑΜ μέτωπον, τὸ, Α και μέτωπος, ἡ)
1. το ανώτερο τμήμα του προσώπου του ανθρώπου που περιλαμβάνεται μεταξύ της έκφυσης τών μαλλιών και τών υπερόφρυων τόξων προς τα εμπρός και τών πρόσθιων ορίων τών κροταφικών βόθρων στα πλάγια
2. το άνω πρόσθιο τμήμα της κεφαλής τών ζώων το οποίο βρίσκεται πάνω από τα μάτια
3. πρόσοψη οικοδομήματος ή οικοπέδου («τεῖχος ὡς ἐπὶ δέκα σταδίους... μέτωπον ἕκαστον», Ηρόδ.)
4. η πρώτη γραμμή στρατιωτικής παράταξης από τη μια πτέρυγα ώς την άλλη («τὸ μέτωπον τῆς φάλαγγος εὑρίσκεται ἐπὶ τῆς ὁδοῦ», Ξεν.)
νεοελλ.
1. η ζώνη τών στρατιωτικών επιχειρήσεων και ιδίως το τμήμα που βρίσκεται πλησιέστερα προς τον εχθρό εν καιρώ πολέμου («έκανε έναν χρόνο στο μέτωπο»)
2. (μετεωρ.) ιδεατή επιφάνεια στην ατμόσφαιρα η οποία αντιστοιχεί στην επαφή δύο αέριων μαζών οι οποίες συγκλίνουν και έχουν διαφορετικές θερμοκρασίες (α. «θερμό μέτωπο» β. «ψυχρό μέτωπο»)
2. συμμαχία πολιτικών δυνάμεων οι οποίες διατηρούν την αυτονομία τους αλλά συντονίζουν τη δράση τους με βάση ένα κοινό πρόγραμμα για την επίτευξη κοινών σκοπών («λαϊκό μέτωπο»)
4. φρ. α) «έχω καθαρό μέτωπο» ή «έχω το μέτωπο ακηλίδωτο» — είμαι έντιμος και ανεπίληπτος, καμία επιλήψιμη πράξη δεν μέ βαραίνει
β) «λερώνω το μέτωπο κάποιου» — προδίδω κάποιον
γ) «κατά μέτωπο»
i) κατά παράταξη
ii) αντικρυστά
δ) «μέτωπο δεξιά», «μέτωπο αριστερά» — στρατιωτικό παράγγελμα για να εκτελεστεί στροφή προς τα δεξιά ή προς τα αριστερά
μσν.-αρχ.
περιθώριο βιβλίου ή εγγράφου
αρχ.
1. το μεταξύ τών οφθαλμών διάστημα
2. ο ρητινώδης οπός χαλβάνη ή το φυτό από το οποίο λαμβάνεται αυτή
3. φρ. α) «ευκάρπου γαίας μέτωπον» — ποιητ. μτφ. του Πίνδ. για την Αίτνα
β) «χαλάσας τὸ μέτωπον» — αφού χαλάρωσε το μέτωπο, δηλ. αφού σταμάτησε την οργή του (Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθ. «εκ συναρπαγής» (δηλ. σύνθ. που έχει σχηματιστεί από ολόκληρη φράση) από τη φρ. μετὰ ὦπα (< ὤψ, ὠπός «οφθαλμός, όψη»)
αρχ. σημ. «το μέρος του προσώπου που βρίσκεται ανάμεσα στα μάτια», ιδίως απὸ τα ζώα, τών οποίων τα μάτια, καθώς βρίσκονται κοντά στα πλαϊνά του κρανίου, αφήνουν μεγάλο χώρο ανάμεσα στα μάτια. Η λ. εμφανίζεται στο αρχ. θεσσαλ. σκωπτικό ανθρωπωνύμιο Μέτουπος κατ' αποκοπή από σύνθ. σε -μέτωπος. Η λ., τέλος, εμφανίζεται ως β' συνθετικό με τη μορφή -μέτωπος.
ΠΑΡ. μετωπηδόν, μετωπιαίος, μετωπίας, μετωπικός, μετώπιον
αρχ.
μετωπίδιος, μετωπίς.
ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) μετωποσκόπος
αρχ.
μετωποσώφρων
μσν.
μετωποφορώ
νεοελλ.
μετωπομαντεία, μετωποπαγής. (Β' συνθετικό σε -μέτωπος): αντιμέτωπος, διμέτωπος, ευρυμέτωπος, μεγαλομέτωπος, πλατυμέτωπος
αρχ.
ακρομέτωπος, αργομέτωπος, δασυμέτωπος, θηροζυγομέτωπος, ισομέτωπος, καμψιμέτωπος, κρυψιμέτωπος, λευκομέτωπος, προμέτωπος, ταυρομέτωπος, υγρομέτωπος
νεοελλ.
πλακομέτωπος, πολυμέτωπος, στενομέτωπος].
Greek (Liddell-Scott)
μέτωπον: τό, (μετά, ὤψ), κυρίως τὸ μεταξὺ τῶν ὀφθαλμῶν διάστημα (Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1, 8), καὶ γενικώτερον τὸ μέτωπον, συχν. παρ’ Ὁμ., κτλ. ὁ δὲ προσιόντα [ἤλασεν] μέτωπον ῥινὸς ὕπερ πυμάτης Ἰλ. Ν. 615· ἴδε ἐν λέξ. ἀνασπάω 6 χαλάω Ι, 2· τὸ πλεῖστον ἐπὶ ἀνθρώπων· ἀλλὰ καὶ ἐπὶ ἵππου ἐν Ψ. 454, πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 727· ἐπὶ κάπρου, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 8· ἐπὶ κυνός, ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 4, 1· - ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., ἐπὶ ἑνὸς προσώπου, Ὀδ. Ζ. 107, Εὐρ. Ἑλ. 1568, κτλ.· πρβλ. ἀνασπάω ΙΙ, χαλάω Ι. 2· - Ἡ Αἴτνη καλεῖται τὸ μέτωπον τῆς Σικελίας ὑπὸ τοῦ Πινδ. Π. 1. 57. II. τὸ πρόσωπον, ἡ ὄψις παντὸς πράγματος, τοίχου ἢ οἰκοδομήματος, πρόσοψις, Ἡρόδ. Ι. 178., 2. 124· ἐπὶ δέκα σταδίους... μ. ἕκαστον, ἔχον μέτωπον δέκα σταδίων καθ’ ἑκάστην πρόσοψιν, ὁ αὐτ. ἐν 9. 15· ἡ κατὰ μέτωπον γραμμὴ στρατοῦ, στόλου κτλ., Αἰσχύλ Πέρσ. 720, κτλ.· εἰς μέτωπον στῆναι, νὰ σταθῇ εἰς τὴν γραμμήν, Ξεν. Κύρ. 2. 4, 2· ἐπὶ μετώπου διιέναι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ: ἐπὶ κέρως ἢ κέρας (ἴδε κέρας), αὐτόθι 3· ἐν μετώπῳ καθιστάναι, παρατάξασθαι αὐτόθι 4, Ἑλλ. 2. 1, 23. 2) τὸ περιθώριον βιβλίου, Γαλην. τ. 12, σ. 90, ἴδε μετώπιον 3.
English (Autenrieth)
(ὤψ): forehead, also front of a helmet, Il. 16.70.
English (Slater)
μέτωπον forefront Ζεῦ, ὃς τοῦτ' ἐφέπεις ὄρος, εὐκάρποιο γαίας μέτωπον (P. 1.30)
English (Strong)
from μετά and ops (the face); the forehead (as opposite the countenance): forehead.
English (Thayer)
μετώπου, τό (μετά, ὤψ 'eye'), from Homer down; the Sept. for מֵצַח (literally, the space between the eyes) the forehead: Revelation 22:4.
Greek Monotonic
μέτωπον: τό (μετά, ὤψ),·
I. το διάστημα ανάμεσα στα μάτια, κούτελο, μέτωπο, σε Όμηρ. κ.λπ.
II. το μπροστινό μέρος του κεφαλιού ή ενός τοίχου ή κτιρίου, σε Ηρόδ.· το μέτωπο (η πρώτη γραμμή) ενός στρατού ή στόλου, σε Αισχύλ., Ξεν.· ἐπὶ μετώπου ή ἐν μετώπῳ, σε παράταξη γραμμής, σε αντίθ. προς το ἐπὶ κέρως ή κέρας (κατά στήλες, σε στοίχιση), σε Ξεν.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: the space between the eyes, forehead, brow, metaph. front, front of an army (Il.); also plantname = χαλβάνη (Dsc.).
Compounds: Compp., e.g. εὑρυ-μέτωπος with broad forehead (Hom.).
Derivatives: μετώπιος on the forehead (L 95, P 739; can also be subst. = forehead; s. below), -ιον n. front (Priene IVa), fore-head-bandage etc. (Gal.), name of a salve prepared from the plant μ. etc. (Dsc., Gal.); μετωπ-ίδιος of the forehead (Hp., A P), but προ-, περιμετωπ-ίδιος on the forehead (Hdt., X.), resp. covering the forehead (Hp.) from the corresponding prepositional terms; -ιαῖος id. (medic.; Chantraine Form. 49); -ίας m. with a typical forehead (pap.); μετωπίς ἱατρικὸς ἐπίδεσμος H.; μετωπ-ηδόν (Hdt., Th.), -αδόν (Opp.) forming a front. -- To the PN Μέτωπος Sommer Nominalkomp. 8 n. 2.
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: After Arist. HA 49 1b 12 prop. = μεταξὺ τῶν ὀμμάτων, space between the eyes, so hypostasis from μετά and (ὤψ), ὦπ-α eye, face with themat. vowel. μετώπ-ιον forehead (?), front may be a parallel formation with ιο-suffix. The expression becomes esp. clear, if one starts from the head of an animal with his eyes on the sides (Sommer 115 n. 1).
Middle Liddell
μέτ-ωπον, ου, τό, μετά, ὤψ]
I. the space between the eyes, the brow, forehead, Hom., etc.
II. the front or face of a wall or building, Hdt.: the front of an army or fleet, Aesch., Xen.; ἐπὶ μετώπου or ἐν μετώπῳ in line, opp. to ἐπὶ κέρως or κέρας (in column), Xen.
Frisk Etymology German
μέτωπον: {métōpon}
Grammar: n.
Meaning: Stirn, übertr. Vorderseite, Front des Heeres (seit Il.); auch Pflanzenname = χαλβάνη (Dsk.).
Composita: Kompp., z.B. εὐρυμέτωπος mit breiter Stirn (Hom. u. a.).
Derivative: Davon μετώπιος an der Stirn (L 95, P 739; kann auch Subst. = Stirn sein; vgl. unten), -ιον n. Vorderseite (Priene IVa), Stirnverband (Gal.), N. einer aus der Pflanze μ. breiteten Salbe usw. (Dsk., Gal. u.a.); μετωπίδιος zur Stirn gehörig (Hp., A P), aber προ-, περιμετωπίδιος vorn an der Stirn befindlich (Hdt., X. u. a.), bzw. die Stirn bedeckend (Hp.) aus den entsprechenden Präpositionsausdrücken; -ιαῖος ib. (Mediz.; Chantraine Form. 49); -ίας m. mit einer charakteristischen Stirn (Pap. u. a.); μετωπίς· ἱατρικὸς ἐπίδεσμος H.; μετωπηδόν (Hdt., Th. u.a.), -αδόν (Opp.) eine Front bildend. — Zum PN Μέτωπος Sommer Nominalkomp. 8 A. 2.
Etymology: Nach Arist.HA 49 1b 12 eig. = μεταξὺ τῶν ὀμμάτων, Raum zwischen den Augen, somit Hypostase aus μετά und (ὤψ), ὦπα Auge, Gesicht mit themat. Vokal. In μετώπιον ‘Stirn (?), Vorderseite’ kann eine parallele Bildung mit ιο-Suffix vorliegen. Der Ausdruck wird besonders verständlich, wenn man vom Kopf des Tieres mit seinen seitlich stehenden Augen ausgeht (Sommer 115 A. 1).
Page 2,221-222
Chinese
原文音譯:mštwpon 姆特-哦胖
詞類次數:名詞(8)
原文字根:同著-觀看
字義溯源:額;由(μετά)*=同)與(ὠφέλιμος)X*=容貌)組成;而 (ὠφέλιμος)X出自(ὀπτάνομαι)*=注視)。這字八次都用在啓示錄,那些額上的記號,表示其所歸屬
出現次數:總共(8);啓(8)
譯字彙編:
1) 額(8) 啓7:3; 啓9:4; 啓13:16; 啓14:1; 啓14:9; 啓17:5; 啓20:4; 啓22:4
English (Woodhouse)
forehead, face, front of an army, of an army
Mantoulidis Etymological
(=τό διάστημα ἀνάμεσα στά μάτια, πρόσοψη). Ἀπ το μετά + ὤψ (=ὄψη) τοῦ ὁράω -ῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ μέτωπον: μετωπηδόν, μετωπιαῖος, μετωπίας, μετώπιον.
Translations
forehead
Abkhaz: алахь; Acehnese: dhoe; Afrikaans: voorkop; Albanian: ballë; Aleut: tanix̂; Amharic: ግምባር; Apache Western Apache: bitaʼ; Arabic: جَبْهَة; Egyptian Arabic: قورة, جبين; Hijazi Arabic: جَبْهة; Moroccan Arabic: جبهة; Aragonese: frent; Archi: нодо; Armenian: ճակատ; Aromanian: frãmti; Assyrian Neo-Aramaic: ܩܸܨܵܐ; Asturian: frente; Atayal: lihuy; Avar: нодо; Azerbaijani: alın; Banjarese: dahi; Bashkir: маңлай, маңдай; Basque: kopeta, kopetan; Bau Bidayuh: oro; Belarusian: лоб, чало; Bengali: কপাল, পেশানী, জবীন; Bhojpuri: माथा; Bikol Central: angog; Brunei Bisaya: kadat; Bulgarian: чело, лоб; Burmese: နဖူး; Catalan: front; Cebuano: agtang; Central Melanau: beleang; Central Sierra Miwok: ṭóp·ele; Chamicuro: tolo; Chechen: хьаж; Chepang: जेल्ह्; Cherokee: ᎠᎬᏓᎨᏂ; Chichewa: mphumi; Chinese Cantonese: 額頭, 额头; Dungan: бынлу, ңыйлу; Eastern Min: 額頭, 额头, 額, 额; Hakka: 額角, 额角; Hokkien: 頭額, 头额; Literary Chinese: 顙; Mandarin: 前額, 前额, 額頭, 额头, 額, 额, 頟, 额, 額門, 额门, 眉宇; Wu: 額角頭, 额角头; Chuvash: ҫамка; Coptic: ⲧⲉϩⲛⲓ; Cornish: tal; Czech: čelo; Dalmatian: fruant; Danish: pande; Dargwa: анда; Darkinjung: ngurran; Dhivehi: ނިއްކުރި; Drung: mvrdaq; Dutch: voorhoofd; Eastern Cham: ꨖꨬ; Erzya: коня; Esperanto: frunto; Estonian: laup; Even: омкат; Evenki: хэе, омкото; Faroese: panna; Fijian: yadre; Finnish: otsa; French: front; Friulian: front; Galician: fronte; Georgian: შუბლი; German: Stirn; Greek: μέτωπο; Ancient Greek: μέτωπον, μέτωπος; Greenlandic: qaaq; Guaraní: syva; Gujarati: કપાળ, ભાળ; Guugu Yimidhirr: bidi, gaman; Haitian Creole: fon; Hawaiian: lae; Hebrew: מֵצַח; Higaonon: tangad; Hindi: माथा, माथ, ललाट, मस्तक; Hungarian: homlok; Iban: bangi; Icelandic: enni; Ido: fronto; Igbo: egbugbere ihu; Indonesian: dahi; Ingrian: otsakeero, loba; Ingush: хьажа; Interlingua: fronte; Inupiaq: qauq; Iranun: beneng; Irish: clár éadain; Old Irish: étan; Italian: fronte; Iu Mien: biorngh; Japanese: 額, お凸; Javanese: bathuk; Kabuverdianu: tésta; Kalmyk: маңна; Kannada: ನೊಸಲು; Kapampangan: kanwan, kanuan; Karakalpak: mańlay; Kazakh: маңдай; Khmer: ថ្ងាស; Kimaragang: rabas; Komi-Zyrian: кымӧс; Korean: 이마; Kurdish Central Kurdish: ناوچاوان, تەوێڵ; Laki: توڵ; Northern Kurdish: enî; Southern Kurdish: تێوِڵ; Kyrgyz: чеке; Ladino Hebrew: פ׳רינטי, מצח; Roman: frente; Lak: неиттабакӏ; Lao: ຫນ້າຜາກ, ໜ້າຜາກ; Latin: frons; Latvian: piere; Lezgi: пел; Lingala: eboló; Lithuanian: kaktà; Livonian: vȱntsa; Lotud: kadat; Lushootseed: sʔililc; Luxembourgish: Stir; Macedonian: чело; Malagasy: betro, handrina; Malay: dahi, jidat; Malayalam: നെറ്റി; Maltese: ġbin; Manchu: ᡧᡝᠩᡤᡳᠨ; Manx: glaare eddin, baaish; Maori: rae; Marathi: कपाळ; Moksha: коня; Mongolian Cyrillic: магнай, манлай, дух; Mongolian: ᠮᠠᠩᠨᠠᠢ, ᠮᠠᠩᠯᠠᠢ, ᠳᠤᠬᠤ; Nanai: пэе; Nepali: निधार; Nogai: манълай; Norwegian Bokmål: panne; Nynorsk: panne; Nyunga: bap; Occitan: front; Ojibwe: nikatig; Old Church Slavonic: чело; Old East Slavic: чело, чоло; Old English: forehēafod; Old French: frunt; Old Tupi: sybá; Oromo: adda; Ottoman Turkish: آلن, جبین, پیشانی; Pacoh: padyiêl, payiêl; Pangasinan: muling; Pashto: تندى; Persian: پیشانی; Polish: czoło; Portuguese: testa; Punjabi: ਮੱਥਾ; Quechua: urku, mati; Romagnol: frònta; Romanian: frunte; Romansch: frunt, frùnt, front; Rungus: rabbas; Russian: лоб, чело; S'gaw Karen: ခိၣ်တိသၣ်; Salar: meñzi; Sami Northern: gállu; Southern: gaalloe; Sanskrit: ललाटम्; Santali: ᱢᱚᱞᱚᱝ; Sardinian: fronte, fronti, frunte; Scottish Gaelic: bathais; Sebop: anang; Serbo-Croatian Cyrillic: чело; Roman: čelo; Shan: ၼႃႈၽၢၵ်ႇ; Sicilian: frunti; Slovak: čelo; Slovene: čelo; Sorbian Lower Sorbian: coło; Upper Sorbian: čoło; Southern Altai: маҥдай; Spanish: frente, testuz, testera; Sumerian: 𒆠𒉆𒀀𒇒𒊏; Swedish: panna; Tagal Murut: rabas; Tagalog: noo; Tajik: пешона; Tamil: நெற்றி; Tarifit: tanyart; Tatar: маңгай; Telugu: నుదురు; Thai: หน้าผาก, เถิก; Tibetan: དཔྲལ་བ; Tigrinya: ግንባር; Timugon Murut: rabas; Tocharian B: ānte; Turkish: alın; Turkmen: aalyn, maňlaý; Tutelo: paniaminte; Udmurt: кымес; Ukrainian: лоб, чоло; Urdu: ماتھا, ماتھ, للاٹ; Uyghur: ماڭلاي; Uzbek: manglay; Venetian: front; Vietnamese: trán; Volapük: flom; Waray-Waray: ag-tang; Welsh: talcen; West Coast Bajau: lindo'; West Frisian: foarholle, poatte; White Winnebago: pee; Yakut: сүүс; Yiddish: שטערן; Yoruba: iwájú orí, oti; Zazaki: çare; Zhuang: najbyak