ἀξιέντρεπτος
German (Pape)
[Seite 269] beherzigenswerth, Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
ἀξιέντρεπτος: -ον, (ἐντρέπομαι) ὁ ἄξιος σεβασμοῦ, ἀξιοσέβαστος, Κλήμ. Ἀλ. 997.
[Seite 269] beherzigenswerth, Clem. Al.
ἀξιέντρεπτος: -ον, (ἐντρέπομαι) ὁ ἄξιος σεβασμοῦ, ἀξιοσέβαστος, Κλήμ. Ἀλ. 997.