ὑποπετάννυμι

Revision as of 11:14, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13a)

English (LSJ)

   A spread out under, lay under, ὑπὸ λῖτα πετάσσας Od. 1.130; ὑ. τι κάτωθεν Hp.Fist.7:—Pass., πεδίον ὑποπεπταμένον Luc. Fug.25.

German (Pape)

[Seite 1228] (s. πετάννυμι), darunter ausbreiten, unterlegen, πεδίον ὑποπεπταμένον, Luc. fugit. 25.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποπετάννῡμι: μέλλ. -πετάσω, ἁπλώνω ὑποκάτωθεν, ὑποβάλλω κάτωθεν, ὑπὸ λῖτα πετάσσας Ὀδ. Α. 130· ὑπ. τι κάτωθεν Ἱππ. 887C - Παθ., πεδίον ὑποπεπταμένον Λουκιαν. Δραπέτ. 25.