εως, ἡ,
A a thirst, longing, Ath.1.10b; cf. δίψα.
[Seite 647] ἡ, das Durften, Ath. I, 10 b.
δίψησις: -εως, ἡ, δίψα, ἐπιθυμία, Ἀθήν. 10Β· πρβλ. δίψα.