ον,
A not fully formed, Sor.1.101; σάρξ Sch.Orib.22.5.3. νέμητος, ον, not to be divided, Longin.22.3. 2 undivided, Timae. 77.
ἀδιαμόρφωτος: -ον, Ὀρειβάσ. ἔκδ. Daremb. τόμ. ΙΙΙ. σ. 681. - Ἐν τῷ Θ. Σ. κεῖται ἐξ ἄλλης πηγῆς τὸ ἀδιαμόρφητος, ὅπερ εἶναι κακὴ γραφή.