ἀποφωνέω
English (LSJ)
Cret. ἀποπωνίω,
A depose in evidence, Leg.Gort.1.13,al.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποφωνέω: ἀναφωνῶ, βοῶ, Λέοντα τὸν θεῖον ἀποφωνοῦντα συνετῶς Μάξ. Ὁμολ. τ. 2. σ. 93C.
Cret. ἀποπωνίω,
A depose in evidence, Leg.Gort.1.13,al.
ἀποφωνέω: ἀναφωνῶ, βοῶ, Λέοντα τὸν θεῖον ἀποφωνοῦντα συνετῶς Μάξ. Ὁμολ. τ. 2. σ. 93C.