ἀποφωνέω
From LSJ
English (LSJ)
Cret. ἀποπωνίω, depose in evidence, Leg.Gort.1.13,al.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): cret. ἀποπωνίω ICr.4.72.1.14 (Gortina V a.C.)
1 declarar un testigo αἱ με̄̀ ἀποπονίοι μαῖτυς ICr.l.c., 4.41.5.10 (Gortina VI/V a.C.).
2 dud. deteriorarse de edificios, cj. en PEnteux.8.8 (III a.C.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποφωνέω: ἀναφωνῶ, βοῶ, Λέοντα τὸν θεῖον ἀποφωνοῦντα συνετῶς Μάξ. Ὁμολ. τ. 2. σ. 93C.