ἀντιστρατεύομαι
English (LSJ)
A take the field, make war against, τινί X.Cyr.8.8.26:—later in Act., D.S.22.15, J.AJ2.10.1 (abs.): metaph., Ἔρωτες ἀ. τοῖς ὑπερηφανοῦσι Aristaenet.2.1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιστρᾰτεύομαι: ἀποθ., ἐκστρατεύω ἐναντίον τινός, κινῶ πόλεμον, τινὶ Ξεν. Κύρ. 8. 8, 26: - οὕτω καὶ ἐν τῷ ἐνεργ. Διοδ, Ἐκλογ. 499. 22· μεταφ., Ἀρισταίν. 2.1 .